Ένα καλοκαίρι στο χωριό που καταλήγει σε τραγωδία, μια βόλτα στο καινούργιο σουπερμάρκετ που τελειώνει σαν φάρσα, ένας έρωτας που δεν λέει να ξεχαστεί, ένας άλλος που ευτυχώς ξεχνιέται για πάντα, μια εξόρμηση για τα κάλαντα των Χριστουγέννων που μετατρέπεται σε μάθημα ταξικής αυτογνωσίας, η φωτογραφία μιας βάφτισης που αποκαλύπτει μια κρυμμένη ζωή.
Η Χαρά Ρόμβη συλλέγει στοιχεία για την Ελλάδα της δεκαετίας του �80 και του �90, δίνοντας φωνή σε έξι λαϊκά πρόσωπα και κοιτάζοντας με τρυφερότητα ένα απωθημένο, συλλογικό παρελθόν.
Έπρεπε να το περιμένω όταν η Γλειφω παρουσίασε τεράστια συνέντευξη πρωτοεμφανιζομενης συγγραφέως λες και πήρε το Νόμπελ. Αλλά το πηρα να το διαβάσω, γιατί η τύπισσα έκανε μια κανονική δουλειά, έλεγε κανονικές κουβέντες, και δεν μου έβγαζε φεμιναζι vibes σαν την πρώην του Χωμενιδη ή την άλλη που την έχασε η δικηγορια και την κέρδισε η αρθρογραφία. Απλά λίγο calm your tits, 6 σύντομα διηγήματα, 2 μέτρια, 2 καλούτσικα, 2 καλά, μέσος όρος 2.6, το μισό υπέρ του μαθητή, δεν εφηύρε την πενικιλινη, ξέρει να πλάθει αναγνωρισιμους χαρακτήρες, αλλά φυσικά θέλει πολλή δουλίτσα, δεν αρκεί να βουτάς στην 80s nostalgia για να κερδίσεις sympathy votes, θέλει κι άλλα. Το μεγάλο πρόβλημα (όπως σε παρόμοιες τέτοιου είδους συλλογές) είναι η απουσία ξεχωριστής φωνής. Δεν γίνεται το 7χρονο κορίτσι, ο φοιτητής Ιατρικής, ο 60χρονος μαγαζάτορας να μιλάνε το ίδιο. Αυτά παθαίνεις όταν χρησιμοποιείς πρωτοπροσωπη αφήγηση. Και ποιο 7χρονο λέει "η θεία Δέσποινα καπνιζε ατάραχη σαν θαλαμοφυλακας" ; Τι εννοεί ακριβώς η νοικοκυρά που για τις επόμενες 3 ημέρες δεν θα μαγειρευε μπριζόλα για τον σύζυγο "για 3 μέρες παύση μπριζόλας"; ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΑΥΣΗ ΜΠΡΙΖΟΛΑΣ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ? Προερχόμενο μάλιστα από μια μια λαϊκή, λίγο θρησκοληπτη γυναίκα; ΠΑΥΣΗ ΜΠΡΙΖΟΛΑΣ; Ένας έρμος διορθωτής δεν το ειδε;
«Τα σκουλαρίκια ήταν το πάθος της. Η γιαγιά έλεγε ότι τα αυτιά της θείας δεν ακούν κανέναν, τα� χει μόνο για να κρεμάει σκουλαρίκια»
Μαζί με τη θεία.
Η Χαρά Ρόμβη γράφει για την λαϊκή Ελλάδα των 80ς και τα 90ς. Ενώ αυτά δεν είναι το αγαπημένο μου φλιτζάνι τσαγιού, πρέπει να γίνει η παραδοχή πως ξέρει καλά για το τι γράφει. Κάποιες φορές ξεχνιόμουν και νόμιζα πως άκουγα κάποια θεία στη σειρά στην εφορία να μιλάει στη φίλη της, ή κάποιον ταξιτζή από επαρχία να μου ανοίγει την καρδιά του (το διήγημα Βασίλης ειδικά).
Με κέρδισε πρώτο και καλύτερο το διήγημα «Θεία», το οποίο είναι αναμφισβήτητα το πιο δυνατό της. Και ο «Βασίλης» ήρθε με ανατριχιαστικό τέλος. Το «Θεία» μου άφησε την αίσθηση πως η γράφουσα στέλνει ένα φιλί στο χωριό και επιχειρεί κάπου να το αποθηκεύσει και διαφυλάξει, ενώ απλώνει όλα όσα έχουν κάπως σκονιστεί στις μνήμες των τότε παιδιών. Εννοώντας, πως ξέρει καλά και τα αντιπαθητικά ή τυφλά χαρακτηριστικά σημεία της περιόδου, τα γράφει κι όλας, αλλά με τρυφερότητα στο χέρι. Μου έμεινε η έκφραση από το «ΣӬτηία», «χωριάτικες χειρονομίες». Ίσως το θυμάμαι λάθος, αλλά σίγουρα η Ρόμβη απαριθμεί τυχόν ‘ελαττώματα� όπως θα τα έκριναν ψηλομύτες αστοί και ύστερα τους δείχνει την αγάπη της, η οποία δεν κρύβεται. Η αδυναμία που σημείωσα ήταν στη φωνή των παιδιών· ενώ είχαν αφέλεια, το λεξιλόγιο τους παρά ήταν δυνατό σε κάποια σημεία, άρα δεν διαχωρίζονταν εντόνως από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Ένα γλυκό, τρυφερό και νοσταλγικό βιβλίο, πολύ οικείο για εμάς που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του 80. Οι χαρακτήρες όπως ακριβώς έπρεπε να είναι, και είμαι σίγουρη, πως στοιχεία του καθενός μπορούμε να αναγνωρίσουμε στους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπτιδρούσαμε εκείνα τα χρόνια. Αν μπορούσα, θα άλλαζα τον τίτλο σε "Μαρίνα" ή "Καπερναούμης".
"Η Χαρά Ρόμβη γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Η συλλογή διηγημάτων ΣӬτηία είναι το πρώτο της βιβλίο" , διαβάζω με το που το πιάνω στα χέρια μου. Τέλεια, σκέφτομαι, μια νέα συγγραφέας της γενιάς μας, ελπίζω να με βρω κάπου μέσα σε αυτές τις 119 σελίδες, είτε γράφει για το σήμερα είτε για τις περασμένες δεκαετίες. Τελικά ήταν ένας νοσταλγικός συνδυασμός-ύμνος στα 80s και τα 90s χωρίς να λείπουν όμως και οι σύγχρονες κοινωνικές προεκτάσεις.
Έξι στο σύνολο διηγήματα που φωνάζουν "εϊτίλα" και παλιό ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ. Ξεχώρισα ιδιαίτερα την πρώτη ιστορία με τίτλο "ΘΕΙΑ" γιατί γύρισα πίσω στα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς με το "πλαστικό πάτωμα",στα χωράφια,στα χέρια που ζεσταίνονταν γύρω από τη σόμπα, στις κασέτες που στη ράχη τους είχαν γραμμένη με στιλό τη λέξη "διάφορα". Η ανάμνηση αυτής της δεκαετίας όμως δεν περιλαμβάνει μόνο όμορφες νοσταλγικές εικόνες και ψωμί με ζάχαρη...δυστυχώς η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός κάθε είδους, η πατριαρχία, οι ταξικές ανισότητες και άλλες πολλές παθογένειες της εποχής είχαν την τιμητική τους (ναι περισσότερο απ'ότι σήμερα!) και αυτό μας μεταφέρει η συγγραφέας με τρόπο λιτό και πολλές φορές υπαινικτικό.Από το πρώτο αυτό διήγημα μου έμεινε έντονα χαραγμένη η παρακάτω φράση: "Κάπου διάβασα ότι όσο δεσποτικό και να είναι ένα πνεύμα,χάνει πολλή από την εξουσία του όταν βρίσκεται σ'ένα οριζόντιο κορμί.
Λάτρεψα επίσης το τέταρτο διήγημα με τίτλο "ΜΑΡΙΝΑ" ,με το οποίο ταυτίστηκα περισσότερο απ'όλα, ένιωσα την λύτρωση,ήρθε μέσα μου η κάθαρση. Η ιστορία της Μαρίνας συνοψίζεται εν ολίγοις μέσα σε μια μόνο φράση :"Είκοσι τρία χρόνια πείνα και δίψα για κανονική αγάπη κι ακόμα δεν ήξερε πώς να την διεκδικήσει. Δεν ήξερε να αντιμιλήσει,να ζητήσει τα ρέστα, να εκβιάσει ή να φτιάξει παγίδες για να πέσει μέσα το φιλότιμο".
Δεν θα πω κάτι άλλο για τις ιστορίες,θα σας αφήσω να τις ανακαλύψετε ,να ταυτιστείτε(άλλοι περισσότερο,άλλοι λιγότερο),να νοσταλγήσετε την παιδική σας ηλικία ή να μάθετε περισσότερα για την "χρυσή" εποχή του νεοέλληνα, όταν ακόμα τα μπουζούκια δούλευαν έξι μέρες την εβδομάδα, οι γάτες είχαν χοληστερίνη και ντρεπόμασταν να ψωνίσουμε στις εκπτώσεις. Έξι διηγήματα ,το ένα καλύτερο από το άλλο (σπάνιο αυτό για συλλογή διηγημάτων) από μία πολλά υποσχόμενη συγγραφέα που με το ντεμπούτο της ήδη απέκτησε μια θέση στην καρδιά μου!
Αν ψάχνεις νοσταλγία, υπάρχει η fb σελίδα "Παλιό Πασόκ, το ορθόδοξο" (αλήθεια, μπαίνει ακόμα ο κόσμος στο fb;).
Εδώ έχουμε για μια πιο κριτική, έστω πιο υπαινικτικά, ματιά στα 80s της Αλλαγής και τα 90s από τη Ρόμβη. Μια ματιά που είναι, ας πούμε, διαθλασμένη, αν σκεφτείς ότι η συγγραφέας είναι παιδί των 80s, άρα οι όποιες μνήμες εκείνης της δεκαετίας μάλλον έχουν δημιουργηθεί από αφηγήσεις άλλων.
Τελικά, τι χρειάζεται ένα βιβλίο για να κάνει hype (δικαιολογημένο ή όχι, αυτό είναι μια άλλη -και προσωπική- ιστορία); Συμπόνια; Την έχει. Αίμα; Το 'χει. Γνώριμους μεσοαστούς για πρωταγωνιστές; Τους έχει. Γλώσσα απλή, χωρίς φτιασίδια; Την έχει. Έχει, όμως, και χαρακτήρες που μιλάνε με τον ίδιο τρόπο -είτε είναι παιδιά είτε μεγάλοι- και αυτό είναι λίγο... χμ, κατάλαβες.
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως αυτό το βιβλίο είναι διαμαντάκι. Πρώτα - πρώτα η θεματική του, δηλαδή η ζωή γύρω στα 80-90, δίνει μια αίσθηση νοσταλγική. Νοσταλγία για κάτι που μπορεί εγώ προσωπικά να μην έχω ζήσει, αλλά έχω δει αποτυπωμένο εκατοντάδες φορές σε φωτογραφίες και έχω ακούσει άλλες τόσες ιστορίες. Ένιωσα πολλές φορές μπερδεμένος αλλά σε καμία των περιπτώσεων δεν έφταιγε το βιβλίο, η ευθύνη ήταν όλη δίκη μου. Από τις 6 αυτές ιστορίες σίγουρα ξεχώρισα κάποιες περισσότερο, ωστόσο βρήκα σε όλες αυτό που ήθελα, να ταξιδέψω νοερά σε εκείνη την ανέμελη εποχή, που μπορεί το χρήμα να μην έβγαινε εύκολα, αλλά τουλάχιστον οι άνθρωποι το χαίρονταν. Θα κλείσω επισημαίνοντας πως - όσο βαρύγδουπο και αν ακουστεί - είναι ένα βιβλίο που αξίζει (ίσως και πρέπει) να διαβαστεί!
«Μακάρι οι ψυχές να έμοιαζαν μεταξύ τους όσο μοιάζουν τα σώματα στο εσωτερικό τους. Όποιο σώμα και ν� ανοίξεις το ίδιο τοπίο βλέπεις. Το σώμα είναι τακτοποιημένο πράγμα. Καρδιά εδώ, πνεύμονες εδώ, νεφρά εκεί, τέλος. Ενώ με την ψυχή δεν βγάζεις άκρη. Ούτε με τη δίκη σου καλά καλά.»
Από τα λίγα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέα που δικαιώνουν το hype που δημιουργήθηκε στα κοινωνικά δίκτυα. Πραγματικά καλογραμμένο, με ελαφρά νοσταλγία και καταστάσεις και χαρακτήρες που όλοι μας έχουμε οικείους ειδικά όσοι ζήσαμε τις δεκαετίες του '80 και του '90, λέει πολλά με ένα τρόπο υπόγειο, χωρίς να τα φωνάζει. Σίγουρα αξίζει να το διαβάσετε ακόμα αν δεν σας κερδίσει, είτε κάτι θα σας θυμήσει, είτε θα σας μεταφέρει μια αίσθηση εκείνων των χρόνων.
6 διηγήματα που μακάρι να ήταν 56 και ακόμα δε θα μου έφταναν 🫠
[…] Ο Στέλιος έλεγε ότι αγαπιόντουσαν. Αυτό ήταν το μόνο αληθές για τη Μαρίνα και το σωστό δεν την ένοιαζε, γιατί η αγάπη δεν είναι ρήμα για να το κλίνεις λάθος ούτε πρόταση για να μην τη συντάσσεις σωστά. Το έρως ανίκατε μάχαν ένας μαθητής της το μετέφρασε, ο έρωτας ανήκει στη μάχη. Λάθος, μα αληθές, παιδί μου, του είπε.
3,5* Ωραίο γράψιμο, με κέρδισε από την πρώτη στιγμή! Αγαπημένα μου διηγήματα η "Θεία" και η "Χιστίνα". Ιδιαίτερο στυλ, κάποιες λίγες στιγμές μου φάνηκε ελαφρώς επιτηδευμένο και όχι τόσο γνήσια "παλιακό", αλλά σε γενικές γραμμές απόλαυσα τη γραφή και την εξέλιξη των ιστοριών!
Ενώ τις ιστορίες τις βρήκα όμορφα δομημένες, μου έλειψε κάτι στο περιεχόμενό τους, ίσως ένα δεύτερο/τρίτο επίπεδο ανάγνωσης. Αισθάνθηκα δηλαδή ότι σε ορισμένες ιστορίες η βουτιά στη νοσταλγία ήταν αυτοσκοπός και δεν υπήρχε ο χώρος να φωτιστεί κάτι περαιτέρω.
Ξεχωρίζει κατά την άποψή μου η 4η ιστορία, της Μαρίνας, η οποία είναι ιδιαίτερα καλογραμμένη και συγκινητική.
Αν και τις δεκαετίες �80 και �90 δεν τις έζησα στην Ελλάδα, αυτή τη μικρή συλλογή διηγημάτων πάλι συναρπαστική τη βρήκα (Εκδόσεις Αντίποδες, νταξ, εγγύηση).
Με γλαφυρότητα αποτυπώνει η συγγραφέας στο χαρτί τον πόνο και τη συμφορά πολλών ανθρώπων μέσα από μια καθημερινότητα, η οποία για τα μάτια του κόσμου προβάλλει μια εικόνα γαλήνης και φιλικότητας (ή καμιά φορά ούτε τα μάτια του κόσμου δεν κάνει το κόπο να πείσει).
Έκδηλος σκοπός ήταν η ανάδειξη της κακομεταχείρισης που έχουν υποστεί γυναίκες (και θηλυκότητες) στην αναζήτηση αγάπης, τρυφερότητας, σεβασμού και ερωτικών δεσμών που να γεμίζουν τη ζωή τους χαρά και νόημα, ωστόσο με αποτέλεσμα να γεμίζουν μάλλον πίκρα, μοναξιά και απόρριψη.
Εν τούτοις, δεν μπορούσα παρά να εστιάσω, επίσης, στους αρσενικούς χαρακτήρες των διηγημάτων: πατέρες, παιδιά, ξαδέρφους, συντρόφους. Είδαμε από βαριεστημένα πλουσιόπαιδα μέχρι και κανονικά τέρατα. Το τραγικό αυτών των μορφών, δυστυχώς, δεν πέφτει καθόλου έξω (πρόκειται για κάτι το οποίο μας τυραννούσε και σε αλλά μέρη του κόσμου εκείνες τις δεκαετίες, και φυσικά εξακολουθεί τη δράση του στις μέρες μας).
Δυνατό ερέθισμα για σκέψη και αναθεώρηση. Αν πήραμε τη ζωή λάθος, τι; Δεν μπορούμε να αλλάξουμε;
Πρόκειται για ένα έργο που θεωρείται διαμαντάκι της εκδοτικής φουρνιάς του 2023 και επιβεβαιώνει τη φήμη του χωρίς να απογοητεύσει. Ένα μικρό βιβλιαράκι νοσταλγίας και τρυφερότητας με καθημερινούς μεσοαστούς ήρωες όπου η γενιά η δική μου ή και προγενέστερες, θα βρουν πολλά σημεία ταύτισης. Αυτό ίσως είναι και ο λόγος που οι σελίδες του καταπίνονται γρήγορα και ευχάριστα. Τι καλύτερο από ένα βιβλίο που δεν κουράζει; Πέραν τούτου, η γλώσσα είναι απλή, όπως της αρμόζει άλλωστε, όμως δεν στερείται δεξιοτεχνίας. Το κοινωνικό και πολιτιστικό στίγμα δε, μιας εποχής που πέρασε και πλέον αποκτά διαστάσεις μύθου, αποτυπώνεται έντονα σε κάθε αναγνώστη ακόμα και σε εκείνον που δεν την έζησε. Για εμένα αυτό είναι και το σημαντικότερο επίτευγμα του πονήματος αυτού! Όλα τα υπόλοιπα εξαρτώνται από τις αναγνωστικές προτιμήσεις τους καθενός και ο καθένας μπορεί να κρίνει όπως επιθυμεί. Το σίγουρο είναι, πως ως πρώτο εγχείρημα, τη δουλειά του την έκανε και με το παραπάνω! Η κυρία Ρόμβη αποτελεί μια νέα λογοτεχνική φωνή που αξίζει να ακουστεί και το πρωτόλειο έργο της γεννά προσδοκίες για μια ανάλογη, και γιατί όχι, καλύτερη συνέχεια.
Το πιο αγαπημένο μου απ' όλα τα ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει μετά το «Γκιακ».
«Περίμενα να νυχτώσει. Μέχρι εκείνη τη μέρα πίστευα πως οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο τη νύχτα. Όπως μέχρι να πάω στην τρίτη δημοτικού και να διδαχθώ τον κύκλο του νερού, πίστευα ότι, όταν βρέχει, ο Θεός μας ψεκάζει μ� ένα γιγάντιο βαποριζατέρ. Τους βασικούς νόμους της φυσικής τους διδάχθηκα και πάνω κάτω τους θυμάμαι. Ξέρω πως, αν αφήσω κάτι απ� τα χέρια μου, αυτό θα πέσει κάτω. Αν είμαι ανεβασμένη σ� ένα βουνό και φωνάξω, θ� ακούσω τον αντίλαλο. Πώς γίνεται να πεθαίνει ένας άνθρωπος μέρα, δεν μπορεί ακόμα να χωρέσει στο κεφάλι μου. Είναι σαν αρνητικό θαύμα. Τη μια στιγμή φως και την άλλη στιγμή σκοτάδι για πάντα. Η θεία σε μια στιγμή πέρασε στο παντοτινό σκοτάδι. Κι ήταν καταμεσήμερο, γύρω στις δώδεκα, την ώρα που οι λουόμενοι στην παραλία απορροφούν τον ήλιο. Η θεία δεν σκοτώθηκε. Τη σκότωσαν. Έτσι είχαν κα��αλάβει όλοι.»
Αυτή η συλλογή ήρθε στα χέρια μου εντελώς random, δώρο μιας φίλης που δεν το είχε διαβάσει, αλλά είχε ακούσει πολύ καλές κριτικές. Εγώ το ξεκίνησα λίγο από περιέργεια, λίγο από υποχρέωση μην και με ρωτήσει η φίλη και δεν έχω τι να της πω. Τελικά είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω, εντελώς αυθαίρετα, ως το Black Mirror στα χρόνια του «ΠΑΣΟΚ».
Ιστορίες πολύ εύστοχες, πάνω κάτω οικείες σε όλους μας, αλλά η σκοπιά, η οξυδερκής γραφή, η ροή εικόνων και συνειρμών, το καθιστούν μοναδικό. Συγκεκριμένα οι ιστορίες του Βασίλη, της Μαρίνας και του Καπερναουμη είναι συνταρακτικές.
Οφείλω να ομολογήσω ότι το πρώτο διήγημα δεν μου άρεσε και με δυσκολία συνέχισα το βιβλίο. Τα επόμενα, όμως, διηγήματα μου άρεσαν πολύ και με αποζημίωσαν. Τα διάβασα με μια ανάσα. Ειδικά τον Βασίλη και την Μαρίνα. Είχα πολύ ανάμεικτα συναισθήματα, που εναλλάσσονταν συνέχεια μέσα στην ιστορία και άλλαζα συνέχεια γνώμη για το ποια θα έπρεπε να είναι η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Σίγουρα προβληματίστηκα. Το διήγημα της Χιστίνας είχε μια απίστευτη γλυκά και μου έβγαζε μια παιδική οικειότητα. Μια σειρά διηγημάτων που διαδραματίζεται στην Αθήνα του παρελθόντος και αποτελεί μια ωραία πρόταση για ανάγνωση.
Με άγγιξαν σε σημεία οι ιστορίες και ο άμεσος τρόπος γραφής της συγγραφέως , ειδικά οι ιστορίες με τον τίτλο η Θεία , ο Καπερναουμης και ο Βασίλης . Σε αγγίζουν οι ιστορίες με τρόπο νοσταλγικό σε σημεία αλλά και θυμάσαι όλα αυτά που έχεις δει μεγαλώνοντας στη δεκαετία του 80 και αρχές 90 και έχεις απορρίψει σχετικά με την νοοτροπία των ανθρώπων εκείνης της περιόδου. Και τα σημάδια που έχει αφήσει αυτή η περίοδος πάνω μας ως σήμερα.
Πράγματι πρόκειται για ένα βιβλίο νοσταλγικό που χαρακτηρίζεται από την τυπική πλέον τάση για οδοιπορικά στη μνήμη των 90s Με μία folklore ρομαντικοποιηση. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να υπερασπιστώ αυτή τη συλλογή που παρουσιάζει από διαφορετικές σκοπιές το κοινό βίωμα της στέρησης, του αυτοπεριορισμού, της ανάγκης για ανθρώπινη επαφή μέσα από διηγήματα και χαρακτήρες πολύ οικείους και γνώριμους στο βίωμα της ελληνικής πραγματικότητας. Over all ένα πολύ όμορφο ντεμπούτο με την κατάλληλη δοσολογία μετά νεωτερικότητας και παραδοσιακών στοιχείων.
Δε με κέρδισε. Παρότι η θεματική των 6 διηγμάτων είναι ενδιαφέρουσα (Ελλάδα της μεταπολίτευσης, άνθρωποι ζουν μια κατά βάση μίζερη ζωή Αθήνα (και κάποιοι εξ αυτών δεν έχουν αποβάλλει τη ζωή της επαρχίας από πάνω τους), βρήκα τις πλοκές απλοϊκές και το ύφος στεγνό. Η ιστορία με τα κάλαντα ήταν εκείνη που μου άρεσε περισσότερο.
Αν μεγάλωσες στα 80-90s ειναι σαν να σε ταξιδεύει πίσω. Μικρές αλλά δυνατές ιστορίες βγαλμένες από την αστική (και όχι) πραγματικόητα της εποχής, που σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι αν μη τι άλλο έχουμε μια κάποια κοινωνική πρόοδο 30-40 χρόνια μετά.