Μέχρι πού θα έφτανε ένας άντρας για να ξαναβρεί τη γυναίκα της ζωής του; Ανάμεσα από πόσες σφαίρες θα μπορούσε να περάσει, πόσους φλογισμένους δρόμους θα τολμούσε να διαβεί; ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1944. Οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα. Η απελευθέρωση φέρνει λύτρωση, αλλά και διχασμό. Εμφύλια πάθη ξυπνούν, η Ελλάδα οδεύει προς τον όλεθρο ξανά.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ είναι ο μακροβιότερος σερβιτόρος στο Καφενείον Ζαχαράτου της Πλατείας Συντάγματος. Σεμνός και καλόψυχος ονειρεύεται πάντα την Ευδοξία του, την ευαίσθητη καθαρίστρια που ερωτεύτηκε κάποτε. Καθώς η Αττική παραδίδεται στο χάος, ένα γράμμα θα ζωντανέψει την ελπίδα του να βρεθεί κοντά της. Αλλά ο φοβερός Δεκέμβρης παραμονεύει. Και φαντάζει αδυσώπητος.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ απελπισμένου ταξιδιού που έκανε ένας άνθρωπος μες στα Δεκεμβριανά, αναζητώντας τη δική του πατρίδα. Γύρω του ένα σωρό άλλες ιστορίες: το θρυλικό καφενείο και οι θαμώνες του, μυστικά και ψέματα, αδελφός να σκοτώνει αδελφό, προδοσίες και σκευωρίες, το χρονικό της ένοπλης σύγκρουσης, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, η Ελένη Παπαδάκη, ο Οδυσσέας Ελύτης, οι απλοί και βασανισμένοι άνθρωποι που διασταυρώνονται με το βίαιο πεπρωμένο της Ελλάδας.
Τρία χρόνια μετά τη «Δίκη που άλλαξε τον κόσμο», ο πολυβραβευμένος συγγραφέας των μπεστ σέλερ «Ιστορία χωρίς όνομα» και «Φλόγα και άνεμος», επιστρέφει με ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα για την αξία της αθωότητας μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Ο Στέφανος Δάνδολος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Εικοσιέξι χρόνια αργότερα εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα "Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη" και ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Ο περίγελος των αγίων" (1997), "Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά" (2000) και η συλλογή διηγημάτων "Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο" (1999) που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Πατάκη". Είναι διευθυντής της εφημερίδας "Βραδυνή".
Ποτέ δεν διάβασα πραγματικά για τα Δεκεμβριανά,σκόρπια πράγματα από δω και κει.Τα Αηδόνια της Σιωπής σίγουρα δεν είναι ένα αυστηρά ιστορικό βιβλίο για εκείνη την εποχή,παρόλα αυτά έχει όλο το ιστορικό πλαίσιο χωρίς να παίρνει θέση και να αποδίδει ευθύνες για όλο το κακό που βρήκε την Αθήνα εκείνο τον μοιραίο μήνα.Και έχει και έναν υπέροχο πρωταγωνιστή που τον αγάπησα πολύ.Υπέροχο βιβλίο.
«Μια χώρα σε παράκρουση. Βουτηγμένη στη γάγγραινα του μίσους».
«Τον Δεκέμβριο του �44 όλη η Αθήνα ήταν ένας απέραντος τάφος».
Με την παράθεση αυτών των δύο σύντομων αποσπασμάτων, που εντοπίζει κανείς στις σελίδες του νέου μυθιστορήματος του Στέφανου Δάνδολου «Τα αηδόνια της σιωπής», που θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός, θα ήθελα να ξεκινήσω το παρόν κείμενο, όπου θα επιχειρήσω να καταγράψω τις αναγνωστικές μου εντυπώσεις.
Πρόκειται για ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα, που αναβιώνει μία από τις πιο αιματοβαμμένες και μελανές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για τα «Δεκεμβριανά», όπως έμεινε στη σφαίρα του συλλογικού ασυνείδητου και καταγράφηκε στα κιτάπια της ελληνικής ιστορίας μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα, ανάμεσα στους ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις της χώρας, με την έναρξη αυτών να πραγματοποιείται λίγο μετά από την αποχώρηση των γερμανικών-ναζιστικών στρατευμάτων από την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου του �44.
Με φόντο λοιπόν, το θρυλικό καφενείο «Ζαχαράτου» που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ουαιώνα και κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα, παρά τις έκρυθμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, τις τεράστιες οικονομικές και όχι μόνο δυσκολίες, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τη νέα του μυθιστορηματική ιστορία. Μία ιστορία τρυφερή, νοσταλγική, γλυκόπικρη, που εντυπώνεται παντοτινά στη μνήμη του αναγνώστη. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κομψά του τραπεζάκια με τις αναπαυτικές του καρέκλες, το άπλετο αττικό φως που του χάριζε η θέση του, ο αναγνώστης συναντά τον θρυλικό αρχισερβιτόρο Αριστείδη Τσόκο, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν με τρόπο ανεξήγητο κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Όλα ξεκινούν όταν ο ηλικιωμένος πια άνδρας, ο οποίος έχει διανύσει το κατώφλι της 7ης δεκαετίας της ζωής του, λαμβάνει ένα γράμμα. Ένα γράμμα που άργησε 21 ολόκληρα χρόνια. Ένα γράμμα αποστολέας του οποίου είναι η Ευδοξία. Η Ευδοξία ήταν, είναι και θα είναι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του. Ένας έρωτας πλατωνικός κι ανομολόγητος σχεδόν, που παρότι μπουμπούκιασε, δεν κατάφερε τελικά να ανθίσει.
Έρχεται όμως το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται αυτή η μία κομβική στιγμή, που τόσο ο Αριστείδης, όσο και η Ευδοξία συνειδητοποιούν πως βρίσκονται μία ίσως ανάσα μακριά από το τέλος της επίγειας ζωής τους. Η στιγμή που συνειδητοποιούν πως τώρα πια δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μόνο αυτά τα 21 ολόκληρα χρόνια, που άφησαν να ξοδευτούν αψήφιστα, ζώντας μακριά ο ένας από τον άλλον. Έτσι, αφήνουν στην άκρη κάθε προσωπικό τους σύμπλεγμα, κάθε προσωπικό φόβο και κάθε αίσθημα δειλίας και τολμούν να κάνουν μία αρχή. Τη δική τους αρχή. Εκείνη στέλνοντας ένα γράμμα. Εκείνος ξεκινώντας απερίσκεπτα ένα ταξίδι, μία προσωπική Οδύσσεια, με προορισμό εκείνη, τη δική του παντοτινή Ιθάκη.
Η αρχή γίνεται! Ένας άνισος αγώνας με αντίπαλο όχι μόνο τον χρόνο, αλλά και τα όσα συμβαίνουν στους δρόμους της Αθήνας, με την άσφαλτο να έχει ποτίσει από το αίμα αδικοχαμένων ανθρώπινων ζωών, ξεκινά! Μπορεί όλα αυτά τα 21 ολόκληρα χρόνια που πέρασαν, ο Αριστείδης και η Ευδοξία να έζησαν στον ίσκιο του ανομολόγητου έρωτα τους, τρεφόμενοι από την άσβεστη ελπίδα, πως ίσως κάποια μέρα καταφέρουν να ζήσουν μαζί, όμως ήρθε η ώρα να παλέψουν, να ορθώσουν το ανάστημα τους, να αψηφήσουν τα πάντα και να αγωνιστούν με θάρρος και πίστη στον έρωτα, τον δικό τους έρωτα, κι ας βρίσκονται πια προς τη δύση της ζωής τους.
«Τα αηδόνια της σιωπής» του Στέφανου Δάνδολου είναι ένα μυθιστόρημα που υμνεί τους μεγάλους έρωτες, τους έρωτες εκείνους που παρά τους όποιους ζοφερούς καιρούς κι αν διανύουν, καταφέρνουν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο και να βρουν ένα ανεπαίσθητο κενό, μία ισχνή χαραμάδα για να γλιστρήσουν και να βγουν στο φως, όπου και θα καταφέρουν τελικά να ανθίσουν!
Ο Στέφανος Δάνδολος τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να ανακαλύψει το μυθιστορηματικό μοτίβο, που του ταιριάζει ειλικρινά απόλυτα! Πρόσωπα υπαρκτά, μεγάλοι έρωτες και σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, αποτελούν τα συστατικά του δικού του μυθιστορηματικού κράματος, τα οποία συνυφαίνονται και δημιουργούν ένα αξιοζήλευτο λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
Όπως και στα προηγούμενα μυθιστόρημα του, έτσι και σε αυτό το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου, παρακολουθούμε έναν μεγάλο έρωτα, τον έρωτα ανάμεσα στον Αριστείδη και την Ευδοξία, καθώς και τις 76 μέρες των ένοπλων συγκρούσεων στους δρόμους της Αθήνας, που καθοδηγήθηκαν από τα έμφυλα πάθη και οδήγησαν σε φαινόμενα άκρατης βίας και αμέτρητων θανάτων, ένοπλες συγκρούσεις που αποτέλεσαν τον προάγγελο μίας από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αυτή του Εμφυλίου Πολέμου. Από την επιχείρηση ανατίναξης του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, από τις τραγικές τελευταίες ώρες της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, μέχρι και την συγκινητική προσπάθεια του ηλικιωμένου σερβιτόρου, να διασχίσει τους φλεγόμενους δρόμους μίας πόλης, που κοχλάζει το μίσος, ο Στέφανος Δάνδολος καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, που αγωνία σελίδα την σελίδα για την τύχη του Αριστείδη και να τον συγκινήσει βαθιά, υπενθυμίζοντας του με τρόπο αφοπλιστικά ειλικρινή πως ακόμα και στους πιο ζοφερούς καιρούς, το φως, η ελπίδα κι η αθωότητα, θα βρουν μια χαραμάδα για να εισχωρήσουν και να ανατρέψουν την κατάσταση!
Ο Στέφανος Δάνδολος απαλλαγμένος από κάθε διάθεση συγγραφικής υπερβολής, καταφέρνει να διατηρήσει επιδέξια την ισορροπία στο άπλετο συναίσθημα που αναβλύζει διάχυτο μέσα από τις σελίδες του νέου του βιβλίου, καταφέρνοντας χωρίς να γίνει μελοδραματικός ούτε μία στιγμή, να προξενήσει ατόφια συγκίνηση σε κάθε αναγνώστη, στον οποίο καλλιεργείται δικαιολογημένα η εντύπωση πως κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε σχήμα λόγου και γλωσσική μεταφορά υπηρετούν πλήρως τον σκοπό του συγγραφέα, που δεν είναι άλλος από το να δοξάσει για άλλη μία φορά τους μεγάλους έρωτες.
Η δομή του βιβλίου είναι ιδιαίτερα περίτεχνη, με την τριτοπρόσωπη αφήγηση που εστιάζει στην «οδύσσεια» του ηλικιωμένου σερβιτόρου, να εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στα σημεία εκείνα όπου η ηρωίδα του συγγραφέα, η Ευδοξία, πιάνει στα χέρια της το μολύβι και σκάβει βαθιά μέσα της, ακουμπώντας στις κενές σελίδες του χαρτιού τις σκέψεις και τα συναισθήματα της, προσπαθώντας να ηρεμήσει τους φόβους και να καταπραΰνει τις ανησυχίες της. Αυτή η εναλλαγή αποτελεί τον βασικό αφηγηματικό ιστό του συγγραφέα, ο οποίος συμπληρώνεται εύστοχα με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων εκείνων των 76 ταραγμένων ημερών, μέσα από τεκμηριωμένες ιστορικές πηγές, παραθέτοντας άλλοτε κάποια αποσπάσματα από μαρτυρίες ανθρώπων που βιώσαν τα όσα συνέβησαν στους δρόμους της Αθήνας, κι άλλοτε μέχρι και τα τηλεγραφήματα και τις επιστολές ανθρώπων, που διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής εκείνης. Οι αφηγηματικοί τρόποι του συγγραφέα εναλλάσσονται διαρκώς και αλληλοσυμπληρώνονται καταφέρνοντας να ενώσουν τα κομμάτια ενός μεγάλου παζλ, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να σκιαγραφήσει σφαιρικά μία ολόκληρη εποχή!
Αυτό που με εντυπωσιάζει κάθε φορά που διαβάζω κάποιο από τα μυθιστορήματα του Στέφανου Δάνδολου και φυσικά δεν θα μπορούσα να μην το αναφέρω, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διαχειρίζεται την έννοια και την αίσθηση του χρόνου. Καταφέρνοντας να σπάσει κάθε συμβατικότητα, εγκιβωτίζει μέσα σε μία στιγμή, μία ολόκληρη αιωνιότητα, γιατί σαν αιωνιότητα φαντάζει στους δύο αλύτρωτους εραστές η κάθε στιγμή. Μυθιστορηματικός χρόνος που φτάνει για να χωρέσουν μέσα του τα άσβεστα όνειρα, οι διακαείς πόθοι, οι ανομολόγητες επιθυμίες των δύο τραγικών πρωταγωνιστών.
Ακόμη, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, στον Αριστείδη και στην Ευδοξία, δύο πρόσωπα που ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να αποχωριστώ, διότι ο συγγραφέας κατάφερε να με κάνει να δεθώ άρρηκτα μαζί τους. Μπορεί να μην είναι πάντα αυτός ο σκοπός του συγγραφέα και της λογοτεχνίας σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όμως ο Στέφανος Δάνδολος δημιούργησε για άλλη μία φορά δύο βασικούς μυθιστορηματικούς ήρωες με τους οποίος ο αναγνώστης συντονίζεται πλήρως και αποζητά τόσο τη λύτρωση, όσο και τη δικαίωση του ανεκπλήρωτου έρωτα τους.
Διαβάζοντας «Τα αηδόνια της σιωπής» του Στέφανου Δάνδολου ένιωθα σαν παιδάκι που τρώει μαλλί της γριάς, γλυκό στη γεύση, απαλό στο άγγιγμα, που λιώνει στο στόμα και αφήνει τελικά μία επίγευση όμορφων συναισθημάτων! ΤΑ ΑΗΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ λοιπόν είναι ένας μυθιστορηματικός τόπος όπου η τραγικότητα του έρωτα συναντά τον όλεθρο της ιστορίας, ένας τόπος όπου ο μύθος συγκρούεται με την πραγματικότητα και μέσα από τα χαλάσματα τους, καταφέρνει τελικά να ανθίσει η αληθινή αγάπη!
Θα ήθελα να κλείσω το παρόν κείμενο έτσι ακριβώς όπως το ξεκίνησα, χρησιμοποιώντας μία φράση του Στέφανου Δάνδολου, στην οποία αποκρυσταλλώνεται όλη η συγγραφική του αλήθεια: η μοναδική μας πατρίδα είναι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε με πάθος.
Από τα λίγα βιβλία που δεν μπόρεσε να με κρατήσει η συμπληρωματική ερωτική ιστορία του πρωταγωνιστή. Από την αρχή ήξερες ακριβώς τι έγινε και τι θα γίνει και δεν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον να προχωρήσεις. Μάλιστα αρκετές φορές, πέρασα σελίδες, για να φθάσω στα μόνα κομμάτια που άξιζαν στο βιβλίο και ήταν εκείνα που περιέγραφαν τα γεγονότα του εμφυλίου.
Ένας άντρας και μια γυναίκα ζουν την κομψή belle-epoque της Αθήνας, ερωτεύονται ο ένας τον άλλον αλλά κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα, κανείς δεν εξομολογείται το αισθήματά του. Κι έρχονται τα μαύρα χρόνια της Κατοχής που τα ακολουθούν τα ματωμένα των Δεκεμβριανών, οπότε φτάνει η ώρα τα αηδόνια της σιωπής, τα αηδόνια που δεν τραγούδησαν ποτέ, να πάρουν την απόφαση και να έρθουν κοντά, μόνο που η Ιστορία, η απόσταση και ο χρόνος είναι εναντίον τους. Θα καταφέρουν άραγε να ζήσουν ό,τι δεν παραδέχτηκαν ποτέ φανερά;
Ο Στέφανος Δάνδολος επιστρέφει μ� ένα άρτιο, πλούσιο σε συναισθήματα, εικόνες και ανατροπές μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στο ιστορικό και στο ρομαντικό είδος και καταγράφει με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και ρεαλισμό τις απάνθρωπες συνθήκες που αμαύρωσαν τη χαρά και την ευεξία της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς ύστερα από 1264 μέρες σκλαβιάς. Με βασικούς ήρωες τον Αριστείδη και την Ευδοξία, τον σερβιτόρο και την καθαρίστρια του καφενείου του Ζαχαράτου, βιώνουμε με συναρπαστικές λεπτομέρειες τις λαμπερές, φωτεινές, τρυφηλές και αισιόδοξες στιγμές του Μεσοπολέμου που αντιδιαστέλλονται με τις αδελφοκτόνες του Δεκεμβρίου του 1944. Φως, χαρά, αισιοδοξία, συζητήσεις, πολιτικές και οικονομικές ζυμώσεις από τη μια, πόνος, αίμα, προδοσίες, εκτελέσεις, βιασμοί, βομβαρδισμοί από την άλλη. Η ιστορία ξετυλίγεται κυρίως από τις 12 Οκτωβρίου 1944 έως τον Ιανουάριο του 1945 αλλά με διαρκή πρωθύστερα επιστρέφουμε στο παρελθόν των δύο ηρώων για να γνωρίσουμε τις καταβολές τους, τον τρόπο σκέψης τους, τα ερεθίσματα και τις αντιλήψεις τους ενώ ταυτόχρονα ζωντανεύει με ενάργεια η ιστορία του καφενείου του Ζαχαράτου και γενικότερα ο ρόλος αυτών των τόπων αναψυχής και συναναστροφής στην νεότερη ιστορία.
Ο Αριστείδης Τσόκος λοιπόν, υποδειγματικός σερβιτόρος στο καφενείο του Ζαχαράτου, ο μακροβιότερος υπάλληλος της επιχείρησης, «μετουσίωσεν εις τέχνην την εκτέλεσιν της παραγγελίας», αφού δε σημειώνει πουθενά κι έχει την ικανότητα να θυμάται τα πάντα με ακρίβεια. Είναι τέτοια η αφοσίωσή του και ο επαγγελματισμός του που μέχρι και ο Εμμανουήλ Ροΐδης τον αναφέρει ενώ αργότερα έγινε και ρεμπέτικο τραγούδι! Πώς μεγάλωσε σε αυτό το μαγαζί, τι είδε, τι άκουσε, πόσα γεγονότα της Ιστορίας βίωσε, ζώντας «μια ζωή ταγμένη στην ευχαρίστηση των άλλων»; Ξεκίνησε από απέναντι, από το καφενείο του Γιαννόπουλου, όπου τώρα στεγάζεται το ισόγειο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη και με ένα γύρισμα της τύχης άρχισε να εργάζεται στο μετέπειτα μακροβιότερο καφενείο της πόλης, σ� ένα κτήριο που θα κατεδαφιστεί τη δεκαετία του 1960 για να πάρει τη θέση του ένα απρόσωπο μοντέρνο ξενοδοχείο. Μέσα από μικρά περιστατικά βλέπουμε πόσο άλλαξαν η Αθήνα και οι κάτοικοί της συν τω χρόνω, πόσο σημαντικά ήταν τα καφενεία για τη ζωή της πόλης, ποιοι ήταν οι θαμώνες τους και πολλά άλλα που στήνουν ένα δυνατό πραγματολογικό φόντο.
Ο Αριστείδης μόνο αυτήν τη δουλειά έχει, ένα έρημο σπίτι στη Νεάπολη κι έναν δύστροπο γείτονα, τον Θρασύβουλο, ο οποίος όμως είναι ο μοναδικός του φίλος με τη δική του συγκινητική ιστορία. Ταυτόχρονα, ο Αριστείδης έχει εκπαιδεύσει δυο γκαρσόνια, τον ευγενικό Θωμά που σε σκλαβώνει με το χαμόγελό του, και τον σκοτεινό Γιώργη, μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί, ένα εξίσου συναρπαστικό δίπολο με ιστορίες και χαρακτήρες γεμάτα ανατροπές που εμπλουτίζουν απρόσμενα την πλοκή. Αυτό λοιπόν το υπάκουο, διακριτικό και αεικίνητο γκαρσόνι που μεγάλωσε και γέρασε σε αυτήν τη δουλειά, που δεν έλειψε παρά ελάχιστες συνολικά μέρες από το πόστο του, έχει κι ένα σαράκι: είκοσι τρία χρόνια ζει μακριά από μια γυναίκα που τον στοίχειωσε και ακόμη την ψάχνει στο πλήθος. Πώς γνωρίστηκαν, πώς αναπτύχθηκε ο έρωτάς τους, γιατί παρέμεινε στη σιωπή, γιατί δεν κελάηδησαν ποτέ αυτά τα δυο αηδόνια; Βιώνουν έναν έρωτα που στη σημερινή εποχή δε θα μακροημέρευε, τότε όμως υπήρχαν ο χρόνος, οι συνθήκες, τα αισθήματα που τον μπόλιασαν με απαντοχή παρά τις αναποδιές, τις απορίες, τις ματιές, τα υπονοούμενα που ποτέ δεν ευοδώθηκαν. Μήπως ήρθε η ώρα να κυνηγήσουν τα «θέλω» τους;
Η Ευδοξία πλέον ζει στη Γλυφάδα, «το απόμερο παραθαλάσσιο χωριουδάκι νοτίως των Αθηνών», όπου βίωσε τα ευτυχισμένα χρόνια της περιοχής μέχρι την Κατοχή, οπότε και έμειναν τελικά μονάχα οι κάτοικοι και όχι οι επισκέπτες. Γειτόνισσά της είναι μια γυναίκα με θλιμμένα μάτια, η Φρόσω, την οποία επισκέπτεται καθημερινά για να της διαβάζει βιβλία. Μια γυναίκα αμίλητη, σιωπηλή, κλεισμένη στον εαυτό της, που ατενίζει τη θάλασσα και που, σύμφωνα με τις φήμες, βίωσε μια ερωτική απογοήτευση, εξ ου και η θλίψη της. «Ναι, με τα όνειρα ξοδεύεται ο καιρός, νιώθουμε ότι δε μας λείπει σχεδόν τίποτα. Ακόμη κι αν μας λείπει κάτι» (σελ. 13). Η Ευδοξία συναναστρέφεται επίσης τη Ρουμπίνη, μια πρόσχαρη κι ευτυχισμένη γυναίκα και τον άντρα της, τον Νικόλα. Ένα περιστατικό θα της εφιστήσει την προσοχή σε κάτι που δεν είχε προσέξει νωρίτερα και διαπιστώνει πως ίσως τελικά η Φρόσω και η Ρουμπίνη να έχουν κάτι κοινό. Τι ωθεί όμως αυτό το αηδόνι να πάρει την απόφαση και να γράψει επιτέλους στον Αριστείδη; Γιατί του εξομολογείται τα αισθήματά της; Θα καταφέρει να φτάσει η επιστολή της σε αυτόν που αγαπάει σε μια δύσκολη στιγμή της Αθήνας, με τα πάντα να υπολειτουργούν; Τι λένε οι τελευταίες δεκαέξι λέξεις της επιστολής; Οι λυρικές περιγραφές της Γλυφάδας ζωντανεύουν μια εποχή και μια περιοχή ξεχασμένες πια, με τον απόηχο του εμφυλίου να φτάνει αμυδρά μέχρι εκεί, με κάποιες παρέες να πιάνονται στα χέρια, με κάποια ανησυχητικά σημάδια στην καθημερινότητα της Ευδοξίας που την προετοιμάζουν για κάτι επικίνδυνο που έρχεται και με την περίπτωση της Ρουμπίνης που λαμβάνει απειλές για τη ζωή της. Τι μπορεί να έχει κάνει μια αθώα και φιλομαθής δασκάλα και ποιος την έχει βάλει στο μάτι; Ποιοι ρίχνουν λάσπη στο όνομά της; Γιατί ανησυχεί ο μεγαλοκτηματίας πεθερός της για κείνη;
Αποτέλεσμα φροντισμένης επιμέλειας και ερευνητικού κόπου είναι οι προσεγμένες λεπτομέρειες με τις οποίες αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας ο μικρόκοσμος του καφενείου του Ζαχαράτου, όπου τον Οκτώβριο του 1944 συχνάζουν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Θανάσης Απάρτης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος και τόσοι άλλοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Το καφενείο του Ζαχαράτου ξεπροβάλλει σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια μαζί με τη ζωή του Αριστείδη Τσόκου μέσα από τις παραστατικές αφηγήσεις του κειμένου αλλά και από μαρτυρίες, μελέτες και βιβλία για τον άνθρωπο αυτόν. Μάλιστα, βρήκα ευρηματική την κεκαλυμμένη αναφορά του συγγραφέα στα προηγούμενα βιβλία του, όταν η ματιά του εντοπίζει στα τραπεζάκια τον Γεώργιο Παπανδρέου με την Κυβέλη και την Πηνελόπη Δέλτα με τον άντρα της: «Φλόγα και άνεμος στο ένα τραπέζι, ιστορία χωρίς όνομα στο άλλο»! (σελ. 312). Η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη, εμπλουτισμένη με προσωπικές παρεκβάσεις του συγγραφέα («γνωρίζουμε», «τον έχουμε ήδη ακούσει» κλπ.), και εναλλάσσεται πότε με την πρωτοπρόσωπη της Ευδοξίας, πότε με τις απόρρητες επιστολές της Βρετανικής Πρεσβείας προς τον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ και άλλα πολύτιμα έγγραφα, μέσα από τα οποία μαθαίνουμε για την έκρυθμη κατάσταση της χώρας μετά την Απελευθέρωση.
Τα γεγονότα παρατίθενται στεγνά, τυπικά, επίσημα, δίνουν όμως ανάγλυφα την κορύφωση των εξελίξεων: φόβοι για τις φιλοδοξίες του ΕΑΜ, που δε θα δεχτεί την επιστροφή του βασιλιά και που θα τορπιλίσει όλες τις συμφωνίες που έχει υπογράψει, ανησυχία για τον βαθιά διχασμένο λαό που τώρα αγκαλιάζεται αδελφικά αλλά στη συνέχεια δε θα διστάσει να σκοτώσει τον ίδιο του τον αδελφό («Η απειλή θα διεισδύσει στον μικρόκοσμο του καθενός», σελ. 97), σαφής διαχωρισμός της Αριστεράς και του κεντροδεξιού αστικού καθεστώτος που οφείλουν οι Άγγλοι να υπερασπιστούν και πολλά άλλα. Ο συγγραφέας προσπαθεί να φανεί δίκαιος, να κρατήσει ίσες αποστάσεις: «Πώς μπορούμε να ζητάμε από ανθρώπους τσακισμένους ολόσωστη σκέψη και ολοκάθαρη δικαιοσύνη� Πώς να μείνεις ψύχραιμος όταν κουβαλάς τόσο πόνο; Πώς να μην παρασυρθείς»; Ναι αλλά: «Αλίμονο αν ο πόνος είναι το άλλοθι για κάθε ακρότητα»! (σελ. 129). Κυρίως όμως ολόκληρη εκείνη η εποχή ήταν ένα σφάλμα» (σελ. 404). Όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στα Δεκεμβριανά δίνονται τεκμηριωμένα και με αντικειμενικότητα είτε μέσα από αφηγήσεις είτε μέσα από πηγές, δοσμένα με τέτοιο τρόπο που δεν κουράζουν ούτε δυσχεραίνουν την ανάγνωση.
Τα πάντα αλλάζουν στη ζωή του Αριστείδη από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση να φύγει από το καφενείο του Ζαχαράτου και να κάνει κάτι που στους χαλεπούς καιρούς του Δεκέμβρη του 1944 ίσως και να του στοιχίσει τη ζωή, εκείνος όμως θα πεισμώσει, δε θα το βάλει κάτω κι έτσι, ακολουθώντας τον από κοντά, να διασχίζει την κατεστραμμένη Αθήνα, διαπιστώνουμε με φρίκη και με τα μάτια της φαντασίας, την οποία τόσο σθεναρά κεντρίζει ο συγγραφέας με τις εικόνες της γκρεμισμένης και διαιρεμένης πόλης που παραθέτει, πόσο φριχτές, επικίνδυνες και απάνθρωπες ήταν οι καθημερινές εικόνες εκείνη την περίοδο και για όσο κρατούσε η μάχη των δύο αντίπαλων παρατάξεων με έπαθλο τα κεντρικά κυβερνητικά κτήρια και τον έλεγχο της Αθήνας. «Όσο κι αν μας πόνεσε η ζωή, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα η ελπίδα» (σελ. 54) είναι η φράση που παρακινεί τον Αριστείδη να ξεκινήσει κι έτσι μαζί του τρυπώνουμε σε υπόγεια, ξεφεύγουμε από ελεύθερους σκοπευτές, μπλεκόμαστε με τις ομάδες που ανέλαβαν την ανατίναξη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» με ισχυρά εκρηκτικά, ξεπαγιάζουμε στον Εθνικό Κήπο, τραμπαλιζόμαστε με κάρο, μυρίζουμε σχεδόν το αίμα, τη στάχτη και τα καμένα ή τουμπανιασμένα πτώματα. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: από τις 4 έως τις 8 Δεκεμβρίου 1944 στήθηκαν 2.000 οδοφράγματα στους δρόμους, στήθηκαν μάχες μέσα σε κατοικημένες περιοχές, με αποτέλεσμα ο Δεκέμβρης των ονείρων, της βίας και των ψευδαισθήσεων να σημαδευτεί με 17.000 νεκρούς σύμφωνα με τους ιστορικούς, δηλαδή μέσα σε 33 μέρες υπήρξαν περισσότερα θύματα από τον πόλεμο του 1940-41. Και η νέα εποχή ξημερώνει αμείλικτα δίχως να λογαριάζει αηδόνια της σιωπής. Γιατί λοιπόν ο Αριστείδης παράτησε τα πάντα κι έφυγε από τη μονότονη, ήρεμη σχετικά ζωή του; Θα πραγματοποιήσει τον στόχο του; Αξίζει το ρίσκο μια τέτοια παραφροσύνη;
Δυο άνθρωποι που αγάπησαν με τον τρόπο της σιωπής, με τον τρόπο της μνήμης, με όλους τους τρόπους που μπορεί να αγαπήσει ένας άνθρωπος αποφασίζουν επιτέλους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. «Για όλα υπάρχει λύτρωση, μόνο για τις πονεμένες καρδιές δεν υπάρχει» (σελ. 30) κι έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι απαντοχής, αυτοθυσίας, καταπόνησης, πάλης με ποικίλα εμπόδια. «Τα αηδόνια της σιωπής» είναι η ιστορία του πιο φημισμένου σερβιτόρου της Αθήνας και ταυτόχρονα της απελευθερωμένης πατρίδας που σπαράσσεται από Εμφύλιο, η ιστορία ενός ανείπωτου έρωτα και τι συνέπειες επέφερε σε δυο αηδόνια που επέλεξαν να μείνουν βουβά. «Ένα ψηφιδωτό χάους και μισαλλοδοξίας. Και κάπου μέσα σε όλα εκείνος. Ένας γέρος που συνεχίζει να σερβίρει, ελπίζοντας ότι θα ξαναδεί τη γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποτε» (σελ. 119). Μέσα από λυρικές περιγραφές, ρεαλισμό, ποικίλα γεγονότα τονίζεται η αξία της αθωότητας μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι και ταυτόχρονα καταγράφεται μια διαφορετική περιπλάνηση στους δρόμους της ματωμένης Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944, «την εποχή της λύπης», όπου γίνεται σφαγή για να κερδίσει η κάθε αντιμαχόμενη πλευρά λίγα μέτρα δρόμου παραπάνω. Αλήθεια, τι θα έκανε κάποιος για έναν έρωτα που επί 21 χρόνια ήταν απλώς ένας υπαινιγμός;
«Τα αηδόνια της σιωπής» του Στέφανου Δάνδολου. Ο Αριστείδης Τσοκος είναι ο μακροβιότερος σερβιτόρος της Πλατείας Συντάγματος και ο αφηγητής μιας από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας της Ελλάδας. Μέσα από τη βιτρίνα του καφενείου «Ζαχαράτος» βιώνει τις αλλαγές στην χώρα μας μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα. Μέρα με τη μέρα γίνεται μάρτυρας ιστορικών που θα αλλάξουν τη ζωή των απλών ανθρώπων. Μόνο η δική του ζωή δεν αλλάζει. Πλατωνικά ερωτευμένος 20 χρόνια με την Ευδοξία του, ζει με την ελπίδα κάποτε να ξανά σμίξουν. Την ημέρα όπου η χωρα θα βυθιστεί στην δίνη των Δεκεμβριανών, ο Αριστείδης θα αναζητήσει τη δική του πατρίδα, το ταίρι του που θα τον λυτρώσει από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα. Ένα βιβλίο ύμνος στην αγνή αγάπη, αυτή που ξέρει και υπομένει, που σέβεται και δεν παραιτείται. Ένα βιβλίο όπου ξεδιπλώνει δύσκολες στιγμές της Ελλάδας με πρωταγωνιστές τον Αριστείδη, τη Ευδοξία, το Ουίνστον Τσόρτσιλ, την Ελένη Παπαδάκη, και τον Οδυσσέα Ελύτη. Υπέροχη αφήγηση, σε βάζει εύκολα στο κλίμα της εποχής χωρίς να σε κουράζουν οι λεπτομέρειες. Παρόλο που τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται είναι συγκλονιστικά για την πολιτική σκηνή της χώρας, ο αναγνώστης δεν χάνεται σε ημερομηνίες και σε ονόματα. Αν είστε λάτρεις του του ιστορικού μυθιστορήματος σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Αν και διαδραματίζεται στην πιο σκοτεινή περίοδο της Ελλάδας οι βασικοί του ήρωες με τους χαρακτήρες τους το κάνουν φωτεινό, τρυφερό, ελπιδοφόρο. Η ιστορία της Ελλάδας με τις προσωπικές ιστορίες των δύο ηρώων δένουν αρμονικά και μας δίνουν ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Παρόλο το μέγεθος του δεν κουράζει. Είναι από τα βιβλία που χαίρεσαι να τα διαβάζεις.
Εξαιρετικα λυρικο! Ειναι η πρωτη φορα που διαβαζω βιβλιο του συγκεκριμενου συγγραφεα. Ομολογω πως μου αρεσε η ευαισθησια με την οποια αγγιξε το θεμα, αλλα και αυτη η αεναη προσπαθεια του ηρωα να συναντησει τη γυναικα της ζωης του. Σε καποια σημεια θεωρω οτι η αφηγηση "τραβηξε" υπερβολικα και καθυστερουσε η βασικη ιστορια. Αυτο με κουρασε καπως.
Ωραία γραφή που δίνει την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. Ήρωες συνδεδεμένοι με την ιστορία. Μέσα από την αφήγηση μαθαίνει κανείς τι έγινε χωρίς βαριές λεπτομέρειες. Μερικές στιγμές το βιβλίο κάνει "κοιλιά" στην αφήγηση, αλλά σίγουρα αξίζει και για το λογοτεχνικό κομμάτι αλλά και για το ιστορικό.
Το να πει κανείς πως η πένα του Στέφανου Δάνδολου είναι απ' τις πιο αξιόλογες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, μάλλον δεν θα ήταν αρκετό για να την χαρακτηρίσει και θα την αδικούσε. Ο πιο ταιριαστός όρος για να περιγράψει κανείς το ύφος γραφής του, μάλλον θα ήταν το "εμβληματικός", χωρίς να υπάρχει ίχνος υπερβολής σε αυτό, με κάθε νέο του μυθιστόρημα ν' αποτελεί ένα λογοτεχνικό κόσμημα και ένα δείγμα άξιο ανάλυσης και χρήσης προς έμπνευση, ειδικά για τους συγγραφείς εκείνους που επιλέγουν να καταπιαστούν με το ιστορικό μυθιστόρημα, μια απ' τις πιο δύσκολες, κατ' εμέ, κατηγορίες εκεί έξω, στην οποία ο ίδιος διαπρέπει και που κάθε φορά μας χαρίζει ένα νέο, μοναδικό "ταξίδι" που δεν θέλουμε να τελειώσει.
Το βιβλίο μάς μεταφέρει λίγο καιρό μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα, το φθινόπωρο του 1944, και λίγο πριν από την έναρξη μιας εξαιρετικά μελανής στιγμής για την ελληνική Ιστορία, εκείνης των Δεκεμβριανών, που έμελλαν να βουτήξουν τη χώρα μας για μια ακόμη φορά στο αίμα, εξαιτίας της σύγκρουσης ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) από τη μία και τις βρετανικές και ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις από την άλλη, με τον συγγραφέα να επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως φόντο της αφήγησης του το θρυλικό Καφενείο Ζαχαράτου της Πλατείας Συντάγματος, ως επίκεντρο των εξελίξεων της μυθιστορηματικής του δράσης, σε μια ταραγμένη για τη χώρα χρονική στιγμή.
Σε αυτό το καφενείο εργάζεται ως αρχισερβιτόρος ο Αριστείδη Τσόκο, που διανύοντας την έβδομη δεκαετίας της ζωής του, λαμβάνει ένα γράμμα που μέλλει να του αλλάξει όσο χρόνο του έχει απομείνει. Ένα γράμμα που περίμενε για εικοσιένα ολόκληρα χρόνια αλλά που ποτέ δεν ήρθε. Ένα γράμμα από εκείνη, τη γυναίκα που είχε για τόσα χρόνια στο μυαλό και στη�� καρδιά του. Εκείνη τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και σημάδεψε τη ζωή του για πάντα, την Ευδοξία του, που νόμιζε πως δεν θα έβρισκε ποτέ ξανά και που όμως εμφανίστηκε και πάλι, κάνοντας την ελπίδα και τη λαχτάρα να φουντώσουν για μια ακόμα φορά μέσα στα κατάβαθα της ψυχής του. Εκείνη τον καλεί σε ένα "ταξίδι" κι εκείνος πρόθυμα ξεκινά την πορεία του προς εκείνη, με τους δυο τους ν' αποφασίζουν ν' αφήσουν στην άκρη όσα τους κράτησαν μακριά, να παλέψουν στη δύση της ζωής τους για όσα λαχτάρησαν και για να κερδίσουν έστω κι ένα μέρος όσων έχασαν.
Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός τους, όμως, όπως ποτέ άλλωστε δεν ήταν, και εκτός από αυτών, ο Αριστείδης πρέπει να παλέψει κι ενάντια σε όλα όσα λαμβάνουν χώρα στην καρδιά της πρωτεύουσας, όπου το αίμα Ελλήνων έχει αρχίσει να βάφει κόκκινους τους δρόμους και πάλι. Ο συγγραφέας, αν και στην καρδιά της αφήγησής του έχει έναν μεγάλο έρωτα που καταφέρνει να μείνει άσβεστος με το πέρασμα του χρόνου και χωρίς να χάνει τη λάμψη του παρά το σκοτάδι που τον περιβάλλει, χρησιμοποιεί ως φόντο μια ταραγμένη Αθήνα, όπου η βία, ο θάνατος και ο όλεθρος κυριαρχούν. Εκεί που η αγάπη ανθίζει, σιγοβράζει και το μίσος, μέχρι που φτάνει να ξεχειλίσει, με συνέπειες που είναι τραγικές και οδηγούν σε δρόμους χωρίς επιστροφή, με το βάρος όλων αυτών των γεγονότων να πέφτει πάνω μας με αγριότητα, εντείνοντας την αγωνία μας με κάθε σελίδα που διαβάζουμε, καρδιοχτυπώντας για ένα τέλος, την ευτυχή έκβαση του οποίου δεν μπορεί να διασφαλίσει τίποτα και κανείς.
Ο Στέφανος Δάνδολος αναπαριστά την Αθήνα μιας άλλης εποχής με όλη την περιγραφικότητα και τον ρεαλισμό που απαιτείται για να ζωντανέψει αυτή μπροστά στα μάτια μας, ενισχύοντας τη μυθιστορηματική του αφήγηση με υπαρκτά πρόσωπα που όλοι γνωρίζουμε, αλλά και αξιοποιώντας σημαντικά στοιχεία της ελληνικής ιστορίας της εποχής εκείνης, δίνοντας στο όρο "παραστατικότητα" μια άλλη διάσταση, αλλά και καταφέρνοντας να μπερδέψει τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού με τέτοιον τρόπο, που ξεχνάς -και πραγματικά, δεν σε νοιάζει- που τελειώνει η Ιστορία και που ξεκινά η μυθοπλασία, αφού μέσα σου έχουν γίνει και τα δύο ένα και το αυτό. Όσον αφορά την αφήγηση, μοιρασμένη ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη, όσο παρακολουθούμε τον αγώνα του Αριστείδη να πετύχει τον στόχο του, και στην πρωτοπρόσωπη, με την Ευδοξία να μοιράζεται τις πιο μύχιες σκέψεις της, με την εναλλαγή αυτή να δημιουργεί ένα κράμα σχεδόν ονειρικό, που βαθύνει το συναίσθημα ακόμα πιο πολύ, σε όλα τα επίπεδα.
Βαθιά ανθρώπινο και γεμάτο συναίσθημα, "Τα αηδόνια της σιωπής" είναι ένα βιβλίο που υμνεί τον έρωτα και τη δύναμη αυτού, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές μας, λειτουργώντας σαν φάρος μέσα στα σκοτάδια μας, δείχνοντάς μας τον δρόμο που θα μας απελευθερώσει από αυτά, οδηγώντας μας τελικά στο σπίτι μας -και σπίτι μας είναι εκεί που βρίσκονται οι άνθρωποι που αγαπάμε, εκείνοι που δεν μπορούμε ν' αφήσουμε πίσω μας και να ξεχάσουμε όσα χρόνια κι αν περάσουν, όχι γιατί δεν θέλουμε, αλλά γιατί δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε ακόμα κι αν το θέλαμε. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με εξαιρετική αφήγηση και γεμάτο εντάσεις όλων των επιπέδων, που θα μπει στην καρδιά σας και θα κατακτήσει το μυαλό σας για πάρα πολύ καιρό, και όχι άδικα.
Έχω πολύ ψηλά το Στέφανο Δάνδολο και αγόρασα το βιβλίο πρωταρχικά γιατί είναι δικό του. Για άλλη μία φορά πέτυχα διάνα! Το θέμα, το γράψιμο; Απλά εξαιρετικό!
"Τα αηδόνια ζητούν να αναπνέουν ελεύθερα και να υμνούν την πλάση με το τραγούδι τους Και ο άνθρωπος αηδόνι είναι. Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που θα πάρει αργότερα στη ζωή του, γεννιέται να ζήσει σαν αηδόνι.
Το 1888 εγκαινιάστηκε στην πλατεία Συντάγματος το Καφενειον Ζαχαράτου. Με την πολυτέλεια της εποχής, έγινε για χρόνια στέκι πολιτικών, καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων. Από τα τραπέζια του πέρασαν προσωπικότητες όπως ο Ελύτης, η Κοτοπούλη, ο Λογοθετίδης και η Καλουτά. Από μικρό παιδάκι ξεκίνησε να εργάζεται εκεί ο κύριος Αριστείδης. Πλέον, 50 χρόνια μετά, δικαίως διατηρεί τον τίτλο του μακροβιότερου σερβιτόρου. Το φθινόπωρο του 1944, οι Γερμανοί, ηττημένοι, εγκαταλείπουν την Αθήνα. Όμως για την Ελλάδα ξεκινάει μια μαύρη περίοδος, ο εθνικός διχασμός που καταλήγει στα θλιβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου που έμειναν γνωστά στην ιστορία ως Δεκεμβριανά.
Ο κύριος Αριστείδης παραμένει αιώνια ερωτευμένος με την Ευδοξία του, τη γυναίκα που γνώρισε στις αρχές του αιώνα και που τώρα ψάχνει να τη βρει. Ξεκιναει εν μέσω αναβρασμού ένα μακρύ ταξίδι. Ελπίζει να την δει μια τελευταία φορά πριν πεθάνει. Ένας έρωτας που έμεινε ανεκπλήρωτος για πολλά χρόνια. Δύο άνθρωποι που δεν τολμησαν ποτέ να ομολογήσουν τα συναισθήματα τους και που τώρα λίγο μετά τον τέλος της κατοχής και εν μέσω εθνικού διχασμού έχουν μια μοναδική ευκαιρία. Θα την αρπάξουν; Θα καταφέρουν να ζήσουν μαζί τα χρόνια που τους απομένουν;
Ο Στέφανος Δάνδολος μας έχει συνηθίσει σε ιστορικά μυθιστορήματα βασισμένα σε αληθινά γεγονότα. Για άλλη μια φορά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του μας μεταφέρει το κλίμα της μεταπολεμικής Αθήνας και των ενόπλων συγκρούσεων που ακολούθησαν. Βασικός ήρωας ένας άνθρωπος που όπως τόσοι και τόσοι εξαφανίστηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ τι του συνέβη. Ο ίδιος όμως κυνήγησε το μοναδικό όνειρο που είχε στη ζωή του: να ανταμώσει ξανά με την μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του.
Ένα υπέροχο βιβλίο , μια συγκινητική ιστορία δύο ανθρώπων του Αριστείδη και της Ευδοξίας , που αγαπήθηκαν και έζησαν σε μια ταραγμένη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας που ξεκινά από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς στο τέλος της Κατοχής μέχρι την κορύφωση των Δεκεμβριανών και τον διχασμό και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει σημαντικά ιστορικά στοιχεία για αυτή τη ζοφερή περίοδο που σημάδεψε ανεξίτηλα τους Έλληνες προσπαθώντας να ρίξει λίγο φως με την αγάπη στη σκοτεινιά αυτής της περιόδου. Παράλληλα μας ταξιδεύει στην παλιά Αθήνα από το θρυλικό Καφενείο του Ζαχαράτου όπου εργάζεται ο Αριστείδης ως σερβιτόρος μέχρι την Γλυφάδα ενώ συναντάμε εμβληματικές προσωπικότητες του θεάτρου και της λογοτεχνίας εκείνης της εποχής.
Λιτό γράψιμο, άρα ευκολοδιαβαστο, αδιάφορη έως βαρετή η ερωτική ιστορία. Οι ήρωες εμμονικοί στη μεταξυ τους σχέση αδιαφορουν για τις τραγικές ημέρες του Δεκέμβρη '44 . Ολοφάνερη η ευκολη δυσμενής κριτική στον ΕΛΑΣ και η συμπάθεια στους βολεμένους μεγάλο αστους με αποκορυφωμα την αποθέωση του Τσώρτσιλ ως αυτόν που κατατρόπωσε τον Χίτλερ μέγιστη ιστορική ανακρίβεια. Κατά τα αλλα το διάβασα και περασε η ώρα....
Ένα ευχάριστο, σχεδον ευκολοδιαβαστο βιβλιο με εικονες που ζωγραφιζουν την ιστορια της εποχης. Προσωπικα το διαβασα για να αποκτησω μια καλυτερη εικονα για τα δεκεμβριανα περαν της στεγνης ιστορικης αναγνωσης (κατι το οποιο εγινε σε καποιο βαθμο). Αν δειτε τη συνεντευξη του συγγραφεα σε εκπομπη της ΕΡΤ (15 λεπτα) ειναι σαν να διαβασατε το βιβλιο.
Εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα! Ο τρόπος με τον οποίο ο Δάνδολος σκιαγράφησε μια ταραγμένη εποχή, μέσα από την ματιά ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, είναι αριστουργηματικός!