Ένα βιβλίο για τη ζωή στο σύνορο. Για την «Επιτηρούμενη Ζώνη» —τ� ζοφερό και συστηματικά αποσιωπημένο καθεστώς επιτήρησης που εφαρμόστηκε κατά μήκος των προς βορρά συνόρων της ελληνικής επικράτειας από το 1936 μέχρι τη Μεταπολίτευση. Συγχρόνως, ένα βιβλίο για τη μουσική, το τραγούδι, τον χορό στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία και για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις πολιτισμικές πρακτικές και τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Τελικά, μια μουσική εθνογραφία των σλαβόφωνων «ντόπιων» της περιοχής της Δράμας και των Σερρών, που αντλεί από μακρόχρονη επιτόπια έρευνα σε εικοσιπέντε κοινότητες της Μακεδονίας και διερευνά τη διατομή του πολιτισμικού με το πολιτικό.
Εκκινώντας από τη θέση ότι το πολιτισμικό πεδίο παράγει λόγο, το βιβλίο εστιάζει στο «από τα κάτω» επίπεδο και δίνει βάρος στην ανθρώπινη δράση. Η επιτέλεση τοποθετείται στο προσκήνιο και οι πολιτισμικές πρακτικές αναδεικνύονται σε αναλυτική κατηγορία. Ωστόσο, ο μουσικός και χορευτικός πολιτισμός δεν προσεγγίζεται με όρους μουσικολογίας. Αντιμετωπίζεται ως πρίσμα που επιτρέπει την ευρύτερη ανθρωπολογική κατανόηση της τοπικής κοινωνίας. Η συγγραφέας διερευνά σημερινές πρακτικές των ντόπιων που προς τα έξω παρουσιάζονται σαν «δεδομένες» και «αδιαμφισβήτητες» και, μέσα από την ερμηνεία του εθνογραφικού υλικού, υποστηρίζει ότι ουσιαστικά αυτές αποτελούν στρατηγικές διαχείρισης της εθνοτικής και πολιτισμικής διαφοράς. Ως τέτοιες, φέρουν καίρια στοιχεία μετασχηματισμού και συχνά παραπέμπουν σε συνθήκες αυτολογοκρισίας. Με δυο λόγια, συνεπάγονται εμπρόθετη δράση που συνδέεται με την υπόθεση της εθνικής ένταξης. Η μετάφραση των στίχων των τραγουδιών από τη σλαβική γλώσσα στην ελληνική, μια πρωτοβουλία των ντόπιων γυναικών που ξεκίνησε στη διάρκεια του Εμφυλίου, και η σταδιακή αντικατάσταση των εθνοτικά στιγματισμένων μουσικών οργάνων των ντόπιων από τον ζουρνά και το νταούλι των Ρομά που κατοικούν στην κοιλάδα του Στρυμόνα αποτελούν σημαντικές περιπτώσεις τέτοιων στρατηγικών.
Η παρουσίαση και κριτική ανάλυση του εθνογραφικού υλικού πλαισιώνεται από συζήτηση των κοινωνικών και πολιτισμικών μετασχηματισμών με όρους τμηματικής αντίθεσης καθώς και από λεπτομερή σχολιασμό της ανθρωπολογικής βιβλιογραφίας για τη Μακεδονία. Έτσι, η εθνογραφία θέτει νέες θεματικές και ερωτήματα για τον χώρο της ανθρωπολογίας της μουσικής στην Ελλάδα ενώ παράλληλα τροφοδοτεί την συζήτηση του Μακεδονικού από τη σκοπιά της ανθρωπολογίας.
Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη σπούδασε χορό στο Royal Ballet (Λονδίνο) και κοινωνικές επιστήμες στο Polytechnic of Central London. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνιολογία και τις πολιτικές επιστήμες στο Birkbeck College (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) και διδακτορικό στην κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Sussex. Έχει διδάξει χορό σε παιδιά και ενήλικες στην Αθήνα και έχει εργαστεί στη Σχολή Χιλλ ως υπεύθυνη πολιτιστικών προγραμμάτων. Ακόμα, έχει διδάξει ανθρωπολογία στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου και στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με το Διεθνές Μεταπτυχιακό Σχολείο «Cultures, Migrations, Borders» που συνδιοργανώνουν τα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Άμστερνταμ, καθώς και με το Διεθνές Μεταπτυχιακό Σχολείο «Migration in the Margins of Europe» που διοργανώνουν τα Πανεπιστήμια Άμστερνταμ και VU (Άμστερνταμ) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεταναστευτικών και Εθνοτικών Σπουδών (IMES � Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ) και το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα με αντικείμενο τον μουσικό πολιτισμό στη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ενώ έχει εκπονήσει ατομικές επιτόπιες έρευνες στη βορειοελλαδική μεθόριο με άξονα το σύνορο και τη διαχείριση της ετερότητας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την ανθρωπολογία της μουσικής και του χορού, την επιτέλεση και το σώμα, την πολιτική ανθρωπολογία, το σύνορο, τον εθνικισμό και τον εθνοτισμό, την ανθρωπολογία στη Μεσόγειο, τη μετανάστευση, το φύλο και τη βία. Έργα της είναι: Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία (2016) και «Εδώ καπούτ»: Η βία του συνόρου - Μετανάστευση, Εθνικοφροσύνη και φύλο στην ελληνοαλβανική μεθόριο (2018).