∆ύ� άνθρωποι σε ένα κλεμμένο βαν διασχίζουν την ελληνική ενδοχώρα. Εκείνη, μια καλόγρια αποδρά από το μοναστήρι. Εκείνος, ένα νεαρό αγόρι το σκάει από το σπίτι. Ο δρόμος τους ενώνει για μια διαδρομή που δεν ακολουθεί χάρτες—μόν� ένστικτα, τύψεις και ανομολόγητες ελπίδες. Ένα ταξίδι γεμάτο παλιές πληγές και καινούργιες αποφάσεις. Μαζί, θα αναμετρηθούν με το παρελθόν τους και θα δοκιμάσουν τα όρια της εμπιστοσύνης.
�Το αγόρι ρίχνει μια τελευταία ματιά προς τον αστερισμό του Ωρίωνα και σηκώνεται απότομα. Περπατούν προς την έξοδο της μάντρας, χωρίς να κοιτάξουν δεύτερη φορά τα παλιά εξαρτήματα του Λούνα Παρκ. Η γυναίκα στέκεται για μια στιγμή ακίνητη έξω από το αυτοκίνητο, στρέφει το κεφάλι της προς τα αστέρια. «Ρίγκελ, Μπελατρίξ και κάτι άλλο παράξενο», απλώνονται τριγύρω τα μουρμουρητά της.
�Κανείς δεν πάει μακριά με είκοσι ευρώ στην τσέπη. Τι νόμιζες δηλαδή; Καλά σου κάνουν και σε λένε φαντασιόπληκτο. Λες και θα έφτανες ποτέ στα Γιάννενα. Να κάνεις τι στα Γιάννενα; Ακόμα και να κατάφερνες να φτάσεις, δεν ξέρεις καν πού μένει. Πίστευες ότι θα εμφανιστείς κάτω από την πόρτα του, θα έτρεχε στην αγκαλιά σου, θα σε φιλούσε και θα άρχιζε να πέφτει ψιλόβροχο πάνω σας; Ούτε στις πιο χαζές ρομαντικές ταινίες δε γίνονται αυτά. Αφού το βλέπεις, όσο κι αν δεν το παραδέχεσαι.
Ο ∆αμιανό� Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το δεύτερο βιβλίο του Δαμιανού Αγραβαρά έχει τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της γραφής που αγαπήσαμε στον "Πέπε" του, όμως σαφώς ενταγμένα στο πλαίσιο ενός πιο ώριμου και εντελούς συγγραφικού αποτελέσματος. Διαβάζεται απνευστί.