Οι περαστικοί τον κοιτάζουν με περιέργεια, του χαμογελάνε γλυκά, κάποιες γυναίκες κάνουν τρυφερά νεύματα με το κεφάλι. Τι όμορφο: ένας σαραντάρης άνδρας που τον συγκινεί η μαθητική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στο κέντρο της πόλης.
Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης ~ Χριστουγεννιάτικο θαύμα στην Αθήνα ~ Μπισκότα ~ Η κούρσα ~ Ανταγωνιστής ~ Ο νεοφερμένος ~ Τρελός από αγάπη ~ Νύστα ~ Φέτος, δεν θα πάει διακοπές... ~ Γράμμα ~ Χαλάκι ~ Το αμάρτημα της μητρός μου ~ Χριστουγεννιάτικο δώρο ~ Μάνα μου, Ελλάς ~ Σούπερ μάρκετ γαλήνη ~ Οπτιμισμός ~ Ευτυχισμένος θάνατος
Η Ελλάδα της κρισης, ενας γυμναστης και μια νοσοκομα που κανουν κατι ανελπιστα καλο (28η Οκτωβριου και μερες Χριστουγεννων, αντστοιχα) παπουτσια, μπισκοτα και μια συγγραφικη εμμονη με ταξι, σουπερμαρκετ και τον καρκινο. Και να το διαβαζεις μια βροχερη μερα σε ενα μισοαδειο ΚΤΕΛ που εχει στο τερμα λαικα (οχι, λαικα, σκυλοτραγουδα) και να εισαι στα ορια να δακρυσεις κοτζαμ γάιδαρος.
Ο Προβιάς καταφέρνει με έναν τρόπο αριστοτεχνικά απλό να διηγηθεί ιστορίες. Οι ιστορίες του αποτελούν ρεαλιστικές ματιές στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει και μας διαμορφώνει καθημερινά. Όσα διάβασα μέσα στο βιβλίο του μου φάνηκαν οικεία και γνώριμα. Κομμάτια του δικού μου εαυτού ή πτυχές της ζωής των ανθρώπων που ζουν δίπλα μου και τους οποίους ακόμα κι όταν δεν τους γνωρίζω, ωστόσο τους αναγνωρίζω.
Ο συγγραφέας έχει μια εξαιρετική οικονομία στον τρόπο που διηγείται. Μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά του θέματός του χωρίς περιττές φλυαρίες. Δεν είναι ότι του λείπουν οι λέξεις, αλλά ξέρει να τις τοποθετεί εκεί που πρέπει και με τον κατάλληλο τρόπο ώστε μέσα από δυο τρεις σελίδες να κάνουν την καρδιά του αναγνώστη να χτυπήσει πιο γρήγορα και το μυαλό να πάρει χίλιες στροφές.
Επίσης κάτι άλλο που έχουν τα διηγήματά του είναι μια ζεστασιά και μια τρυφερότητα. Δεν είναι γλυκανάλατες οι ιστορίες του, συχνά είναι πικρές, ακόμα και τραγικές, αλλά πάντα καταφέρνει να ξεδιπλώσει μια πτυχή, μια χαραμάδα φωτός για να φωτίσει το σκοτάδι του ανθρώπινου βίου.
Στις ιστορίες του δεν υπάρχει η χαζοχαρούμενη βεβαιότητα ότι «όλα θα πάνε καλά» αλλά η σιγουριά πως αυτός ο κόσμος δεν είναι ολότελα χαμένος. Γιατί υπάρχει εκείνο το κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που, αν αναδειχθεί, θα μπορέσει να βγει στην επιφάνεια και να υπερνικήσει τα προβλήματα και τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Και στην πιο βαθιά νύχτα, υπάρχει η προσμονή της ανατολής του ήλιου που θα ζεστάνει και να φωτίσει τον κόσμο. Και δεν υπάρχει ασήμαντος άνθρωπος, όλοι έχουμε μια θέση στο εδώ και τώρα, όλοι είμαστε απαραίτητοι, πρωταγωνιστές σε ένα έργο που εισηγείται την ελπίδα.
Μέσα στα διηγήματα έχει και ένα ποιηματάκι με τίτλο «Οπτιμισμός» που συμπυκνώνει το πνεύμα του συγγραφέα και αναφέρεται σε στην σημασία που έχουν τα βιβλία στην ζωή των ανθρώπων.
Ωραία συλλογή διηγημάτων, από έναν νέο συγγραφέα που διαβάζω για πρώτη φορά. Το μικρό αυτό βιβλιαράκι περιέχει δεκαέξι μικρές ιστοριούλες, καθώς και ένα μικρό και γεμάτο νοήματα ποίημα. Οι ιστορίες του βιβλίου είναι βαθιά ανθρώπινες και ρεαλιστικές, αφορούν τους ανθρώπους της διπλανής μας πόρτας, ανθρώπους σαν κι εμάς, με χαρές και λύπες, με πάσης φύσεως προβλήματα. Άλλες είναι πιο έντονες και συναισθηματικές, άλλες όχι και τόσο. Όλες τους, όμως, μου φάνηκαν καλογραμμένες και με ένα κάποιο ενδιαφέρον. Η γραφή του Προβιά είναι απλή, χωρίς περιττολογίες και ανούσιες φλυαρίες, περιεκτική σε νοήματα και συναισθήματα. Το βιβλίο το τσίμπησα με πέντε ευρώ σε άριστη κατάσταση, πιθανότατα θα αργούσε πολύ η ώρα που θα το αγόραζα αν δεν το έβρισκα τόσο φθηνά. Χαίρομαι που το βρήκα φθηνά και φυσικά που το διάβασα, ενώ σίγουρα στο άμεσο μέλλον θα αποκτήσω και την άλλη συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο "Πλατεία Μεσολογγίου", είτε το βρω σε ανάλογη τιμή είτε όχι.
Κάθε ιστορία είναι ένα συννεφάκι θλίψης που ρίχνει δάκρυα στα μάτια σου. Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης θα μπορούσαν να είναι του καθενός μας. Δοκιμάστε να τα φορέσετε και να ταξιδέψετε μαζί τους στα λημέρια της φαντασίας τού Βαγγέλη Προβιά, ενός σπουδαίου και συνάμα ευαίσθητου συγγραφέα που η πένα του βουτά στο μελάνι της ζωής κι έπειτα σταλάζει μπόλικα συναισθήματα (και μαθήματα ανθρωπιάς) στα φύλλα της καρδιάς μας.
"Η φτώχεια που δεν είναι ακραία είναι κάτι ουδέτερο. Μοιάζει σ'αυτό με τον πλούτο. Μπορείς μαζί της να κάνεις κάμποσα καλά ή κάμποσα κακά. Αυτό που της προσδίδει ιδιότητες, που την κάνει κάτι, είναι το πως την διαχειρίζεσαι."
Για μένα αυτές οι 17 ιστορίες είναι σαν 17 συγγραφικά φτυάρια που σκάβουν ανελέητα στα συχνά απάτητα και ξεχασμένα χωράφια της μνήμης του αναγνώστη, κάνοντας ανασκαφές, φέρνοντας στην επιφάνεια γεγονότα, καταστάσεις και συναισθήματα που είναι πολύ γνώριμα στον αναγνώστη, προπαντός αν εκείνος έχει ζήσει τις δεκαετίες του 60 και του 70, τότε που υπήρχε μια άλλη Ελλάδα.
Δεν θα αναφέρω ποιες ιστορίες με έφεραν σε λυγμούς, γιατί κάποιες το έκαναν, προκαλώντας βλέμματα απορίας και προβληματισμού στους συνεπιβάτες στο κατάστρωμα του πλοίου που έβλεπαν έναν τύπο με ένα τόσο δα βιβλίο να σκουπίζει τη μούρη του από τα ζουμιά. Δεν με νοιάζει όμως. Ήθελα να το διαβάσω (ξανά) τΑξΙδΕύΟνΤαΣ.
Ωστόσο, δεν θα σας περιγράψω τις ιστορίες αυτές. Να τις διαβάσετε. Θα σας κάνουν να ακυρώσετε τα επόμενα ραντεβού στον therapist.
Επίσης, μην τις διαβάσετε μονορούφι. Μια-μια με παύσεις στο ενδιάμεσο. Θα καταλάβετε. Γιατί "Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης" είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να φορέσεις τα δικά σου μαύρα παπούτσια, να κάνεις μια παρέλαση μέσα σου, θυμίζοντας σου ότι είσαι ον συναισθηματικό, πληγωμένο, χαρούμενο, υγιές και κυρίως, μα κυρίως, ζωντανό.
16 σύντομα διηγήματα και ένα ακόμα πιο σύντομο ποίημα απαρτίζουν αυτή τη συλλογή που, παρεμπιπτόντως, έχει πολύ όμορφο εξώφυλλο και αισθητική απλότητα και αρτιότητα. Ως προς το περιεχόμενο, υπάρχουν στιγμές που τραβάνε την προσοχή και σε απορροφούν με τη δύναμη της περιγραφής αλλά για πολύ λίγο, ενώ είναι πολλές οι στιγμές που για μένα πέρασαν αδιάφορες.
Υποψιάζομαι ότι τα διηγήματα αυτά γράφτηκαν σε διαφορετικές ηλικιακά περιόδους της ζωής του συγγραφέα, πιθανώς κάποια από αυτά (όπως το αρχικό που έδωσε και τον τίτλο του ��το βιβλίο) στη νεότητά του καθώς αποπνέουν μία αθωότητα στα όρια της παιδικότητας. Τελειώνοντας το πρώτο διήγημα το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να δώσω το βιβλίο στην 13χρονη κόρη μου! Ευτυχώς που δεν το έκανα, αφού όπως διαπίστωσα παρακάτω είναι αρκετά τα σημεία στο βιβλίο που θα της ήταν δυσνόητα ή ακόμα και αποκρουστικά (λόγω ηλικίας και έλλειψη οικειότητας με όλες τις εκφάνσεις της ζωής και τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων)... Μπορεί να είναι ιδέα μου, αλλά έχω έντονα την εντύπωση ότι διαβάζω τα κείμενα ενός νεαρού από την εποχή που ήταν έφηβος ή νεαρός ενήλικας μέχρι που μεγάλωσε και γνώρισε το σκληρό πρόσωπο της ζωής αλλά συναισθηματικά παρέμεινε παδί (με την καλή έννοια, της αθωότητας).
Συναισθήματα υπάρχουν πολλά σε αυτό το βιβλίο και νομίζω ότι αυτό από μόνο του το σώζει από την αδιαφορία του κοινού (λαμβάντας υπόψη την υπερπροσφορά λογοτεχνικών τίτλων στην εποχή μας). Πιστεύω ότι πολλοί θα βρουν εδώ στοιχεία κοινά με τις δικές τους ζωές και εμπειρίες και θα αντιληφθούν τα συναισθήματα που εκπέμπονται.
Με ενόχλησαν λίγο κάποια συντακτικά σφάλματα, που θεωρώ ότι δεν επιτρέπονται απλά επειδή είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Μία καλύτερη επιμέλεια έκδοσης νομίζω θα μπορούσε εύκολα να τα εξαλείψει, ωστόσο δεν είναι καθοριστικό στοιχείο στο βιβλίο και πιθανώς για πολλούς να περάσουν απαρατήρητα.
Αν ήμουν λίγο πιο αυστηρός και ήθελα να το τοποθετήσω συγκριτικά με άλλες συλλογές διηγημάτων, θα το βαθμολογούσα με δύο αστεράκια στα πέντε, ως απλώς συμπαθητικό. Κερδίζει για μένα άλλο ένα αστεράκι λόγω της αίσθησης αθωότητας που αποπνέει πίσω από την παράθεση ακόμα και σκληρών λεπτομερειών και συχνά μίας καταθλιπτικής αίσθησης από την οποία όμως με κάποιο τρόπο πάντα καταφέρνει να διαφύγει.
Τελικά μου φαίνεται ότι το βιβλίο μου προξένησε περισσότερο ενδιαφέρον ως ψυχογράφημα του συγγραφέα και ότι σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η κριτική μου!
Ένα τρυφερό βιβλίο με 17 διηγήματα. Ξεχώρισα για την ευρηματικότητα του το "Αμάρτημα της μητρός μου" και το "Χριστουγενιάτικο δώρο" και τον "Ευτυχισμένο θάνατο" για το όμορφο ανασκάλεμα των συναισθημάτων της Αρετής.