Κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούμενο χειμώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρμα της μεγάλης ανηφόρας.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα στην εποχή της κρίσης, της ανεργίας και της νεανικής μετανάστευσης. Ο άντρας εγκαθίσταται στον πύργο, ένα εμβληματικό αρχοντικό, πατρικό της γυναίκας του που έχει πεθάνει. Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ένας καλοβαλμένος αστός που έχει υπερβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του, εύρωστος επιχειρηματίας με πλούτο εμπειριών, έχει ταξιδέψει σε κάθε γωνιά της γης και έχει συναναστραφεί ανθρώπους με ισχύ. Ο Έξαρχος έχει τρεις κόρες από τις οποίες οι δύο διαπρέπουν στο εξωτερικό ενώ η μικρότερη ζει στην Αθήνα. Η παρουσία του στο μικρό χωριό γεννάει φήμες, όπως ήταν αναμενόμενο, οι οποίες εντείνονται απ� τη στιγμή που γίνεται γνωστό πως αυτός ο άρχοντας με την αυταρχική συμπεριφορά και το γεμάτο πορτοφόλι έχει έρθει για να εγκατασταθεί κι όχι να φύγει με τις πρώτες βροχές, τότε που το χωριό αρχίζει να ερημώνει.
Στη διάρκεια ενός χρόνου, όσο κρατάει η δράση του μυθιστόρηματος, πίσω απ� τις κουρτίνες της κάθε μέρας ελλοχεύει μια σκοτεινή οικογενειακή ιστορία αλλά και ο ίδιος ο σαιξπηρικός κόσμος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίμα�
Το μυθιστόρημα συνομιλεί πότε φανερά και πότε υπόγεια με τον Βασιλιά Ληρ, όπως και με τον χθόνιο πολιτισμό των αμόρφωτων αγροτών του Ραμπελαί στον Γαργαντούα. Στο κείμενο εξυφαίνεται αφενός η σταδιακή αποδόμηση ενός εξουσιαστή πατριάρχη κι αφετέρου η αμηχανία και ο τρόμος αυτού του μικρού βασιλιά μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει με τρομακτικές ταχύτητες, που ο ίδιος δεν μπορεί πια να τον διαχειριστεί. Το μυθιστόρημα ασχολείται και με το γέλιο, με την άγονη αναζήτησή του, τη δίψα να το αιχμαλωτίσουμε, την αποτυχία να νιώσουμε τη γάργαρη επέλασή του.
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρετεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δυο παιδιά και σήμερα εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση, με τον τίτλο "Αναπνέοντας κιμωλία -γραφές εκπαιδευτικών", από τις εκδόσεις Σαββάλα.
Το τέλος είναι το ήμισυ του παντός (και όχι η αρχή στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι�) Είναι εκείνη η επίγευση που σου αφήνει το γλυκό στο τέλος μετά από ένα λουκούλλειο γεύμα και όχι το μίνιμαλ ορεκτικό. Αυτό το έχεις ήδη ξεχάσει μετά από τόνους κυρίως πιάτων� «Οι ρετσίνες του βασιλιά» θα μπορούσαν να είναι ένα γεύμα που θα το θυμόμουν για καιρό αλλά δυστυχώς κατέληξε να είναι ένα ξινιμένο κρασί� ναι, δυο σελίδες στο τέλος είναι ικανές για να ξινίσεις τα μούτρα� Μπορεί φυσικά να κάνει ό,τι θέλει ο δημιουργός, όμως όταν υποτίθεται πως είσαι ολίγον γκράντε λογοτεχνία, δεν αποφασίζεις την εύκολη λύση στο τέλος γιατί δεν ξέρεις πως να τελειώσεις το βιβλίο� Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου� Προσφάτως χηρευάμενος, συνταξιούχος μηχανικός που έφαγε με το κουτάλι τα πακέτα Ντελόρ της δεκαετίας του �80 και του �90, που δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τις τρεις κόρες του, μετακομίζει στο χωριό του πεθερού του (που επίσης με τον αποθανόντα δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις), στην πύργο του. Ως ο πρωτευουσιάνος που καταδέχτηκε το ταπεινό ορεινό χωριό, παρακολουθούμε επί 4 εποχές, την άνοδο και τη σταδιακή του πτώση, στο καφενείο του Φώτη που λειτουργεί ως καθαρτήριο, εξομολογητήριο, κολυμβήθρα του Σιλωάμ και φυσικά, παραμένει πάντα επαρχιακό καφενείο. Ακόλουθος του ο σαλός του χωριoύ, ο Ζαχαρίας που τον παίρνει από πίσω (ωχ! κάπως ακούστηκε αυτό τώρα) σαν πιστό σκυλί και όπως συμβαίνει και στον αληθινό κόσμο «από τρελό κι από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια». Οπότε ο μόνος γνωστικός και ο μόνος ήρωας από τον οποίο έχεις να πάρεις κάτι ως αναγνώστης είναι ο «τρελός». Το βιβλίο είναι βαθιά μελαγχολικό. Από την αρχή μέχρι το τέλος, η μελαγχολία αναβλύζει από τις σελίδες του. Η μοναξιά, το γήρας, τα ανομολόγητα μυστικά, η προδοσία, το αναπόδραστο τέλος. Λάτρεψα τη γλώσσα του Ζουργού, που αυτή τη φορά την βρήκα πολύ πιο ώριμη, με την έννοια πως απέφυγε εκείνους τους βερμπαλισμούς (του στυλ δείτε τη γλώσσα χρησιμοποιώ εγώ άχρηστοι πληβείοι). Ήταν μια γλώσσα, από αυτές που προσωπικά λατρεύω να διαβάζω, ποιητική και χαλαρωτική. Διάβαζα τις προτάσεις και δεν με ενδιέφερε η υπόθεση, μου δημιουργούσαν ένα απίστευτο εσωτερικό αίσθημα χαλάρωσης. Bingo! Γεμάτο εικόνες το βιβλίο, εικόνες οικείες που τις μετουσιώνει σε έργα τέχνης, ναι ακόμα και οι τηγανιτές μελιτζάνες ή το άνοιγμα ενός βαρελιού ρετσίνας γίνεται τέχνη. Άλλες φορές η γραφή είναι τριτοπρόσωπη, άλλες φορές γίνεται επιστολική (γράμματα και mails που γράφονται στην αποθανούσα σύζυγο, στον φίλο και στο συνεργάτη και στις τρεις κόρες και που δεν θα φτάσουν ποτέ στους παραλήπτες τους), όλα ωραία, μην περιμένετε πλοκή του τι θα γίνει παρακάτω, αλλά εδώ μετράει η διαδρομή και όχι ο προορισμός. Κι εδώ έρχεται ο θυμός μου που ενώ απόλαυσα το ταξίδι, λάτρεψα τις εικόνες, τις λέξεις, τα νοήματα και τα σύμβολα, ο συγγραφέας βάζει ένα τέλος άκυρο, σαν μαλτέζικη αγελάδα ρίχνει μια κλωτσιά στην καρδάρα με το γάλα και τα κάνει όλα λίμπα. Έτσι το πενταράκι (που το ‘χ� σίγουρο αλλά φευ!) μαζί με τον άσο του τέλους, βγήκε ένας μέσος όρος τρία. Υ.Γ. Δεν ξέρω ποιος γράφει τα οπισθόφυλλα των βιβλίων. Το να μιλάς όμως για ένα συνδυασμό Ραμπελαί και Σαίξπηρ και πως αυτά τα ιερά τέρατα της δραματουργίας είναι πανταχού παρόντα στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι αν όχι ιεροσυλία σίγουρα ένα ψεύδος προς τον αναγνώστη. Οι συνειρμοί είναι έωλοι και το γεγονός πως υπήρξε μία αναφορά στον ήρωα που διάβαζε Ραμπελαί ή τη σχέση του βασιλιά Ληρ με τις τρεις κόρες του και τον θάνατο της Κορδηλίας, ε! τέλος πάντων� να ‘χαμ� να λέγαμε�
Βιβλίο που διαβάζεται πολύ εύκολα, ρέει κυριολεκτικά, όπως οι ρετσίνες που καταναλώνουν οι πρωταγωνιστές. Ελληνική επαρχία με αναγνωρίσιμους σε όλους ανθρωπότυπους, αλλά και φιγούρες της πόλης που όλοι έχουμε γνωρίσει και μάθαμε να αγαπάμε και να μισούμε (ενίοτε). Η ιστορία ενός πετυχημένου εργολάβου ο οποίος στη δύση του βίου του αναμετριέται με το παρελθόν, αλλά και την προοπτική του όποιου μέλλοντος του, όπως αυτό διαγράφεται μέσα από τις δύσκολες σχέσεις του με τις 3 κόρες του. Εγκαθίσταται στο ερειπωμένο πυργόσπιτο του πεθερού του και από εκεί προσπαθεί να ξαναβρεί το νήμα της ζωής του. Σκιά του ο τρελός (ή σαλός) του χωριού. Δίδυμη φιγούρα που τον συμπληρώνει και τον φέρνει σε επαφή την πρωτόγονη πλευρά του εαυτού του. Φύση, χώμα, νερό, δέντρα, πέτρες, φωτιά, αέρας, βροχή - δευτεραγωνιστές στο δράμα. Αυτή τη φορά ο Ζουργός αντλεί έμπνευση από τον Σαίξπηρ και ειδικότερα τον "Βασιλιά Ληρ". Οι παραλληλισμοί είναι ορατοί - όπως ειλικρινώς παραδέχεται και ο συγγραφέας - αλλά σε καμία περίπτωση δεν σκιάζουν το έργο. Τα εκφραστικά μέσα του Ζουργού αναπτύσσονται σε όλα τα επίπεδα (γλωσσικά, εννοιολογικά, μεταφορικά, στυλιστικά) και υπηρετούν άριστα τον σκοπό του. Ο αναγνώστης πχ, γίνεται μέρος της σύναξης του καφενείου ή αθέατος ηδονοβλεψίας του ερωτικού παροξυσμού του γέρο-Έξαρχου. Ο αναγνώστης συμμετέχει στο δράμα. Η λύση του δράματος ίσως δεν είναι από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου, πράγμα πολύ συχνό, αφού το τέλος κάθε ιστορίας αναγκαστικά θυμίζει πρόβα "θανάτου", συνεπώς αφήνει πικρή γεύση. Μπράβο στον Ζουργό, ο οποίος τόλμησε να ξεφύγει από το γνώριμο μονοπάτι του ιστορικού μυθιστορήματος και τις αναφορές στην πατρώα γη της Θεσσαλονίκης. Μπράβο του, που άφησε τον εαυτό του να δουλέψει, χωρίς το φόβο τη σύγκρισης, πάνω σε ένα καμβά με βαρύ τον ίσκιο του μεγάλου βάρδου της παγκόσμιας λογοτεχνίας από το νησί του Brexit. Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο!
Ο Ζουργός μ αρέσει και το βιβλίο του "Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο" το θεωρώ από τα κορυφαία ελληνικά βιβλία του 21ου αιώνα. Αλλά και τα άλλα δύο "Η αηδονόπιτα", "Στη σκιά της πεταλούδας" αλλά λιγότερο το "Λίγες και μία νύχτες" μας συγκίνησαν το καθένα με το δικό του τρόπο. Τούτο όμως ομολογώ ότι δεν με συγκίνησε, αν και το θέμα είχε πρόσφορο έδαφος ενώ ι η πορεία του διαβάσματος ήταν περισσότερο απόρροια υποχρέωσης παρά απολαυστικής ανάγνωσης. Ελπίζω στο επόμενο να συναντήσουμε τον Ζουργό που αγαπάμε....
Πρόσφατα χηρευθείς και εντελώς αποκομμένος απ' τις τρεις κόρες του ο Λεόντιος Έξαρχος μετακομίζει στον Πύργο. Πρόκειται για το πατρικό σπίτι της γυναίκας του, σε ένα χωριό όπου λίγες φορές πάτησε το πόδι του λόγω έχθρας με τον πεθερό του. Στο χωριό θα ζήσει τελικά έναν χρόνο, θα 《υϊοθετήσει� έναν αξιαγάπητο τρελό, θα κυνηγήσει το σεξ, θα πιει βαρέλια Ρετσίνες και θα 《ξεθαψει� οικογενειακά μυστικά.
《Ο� Ρετσίνες Του Βασιλιά � είναι ένα ηθογραφικό διαμαντάκι, μια πολύ ωραία αφήγηση εν καιρώ οικονομικής και ηθικής κρίσης. Βέβαια, ο πρωταγωνιστής είναι αχωνευτος. Είναι ένας αλαζόνας,ομοφοβικός. μισογυνης εβδομηνταρης που έχει ξεγράψει τα παιδιά του για λόγους που αδυνατώ να συμμεριστώ και τελικά λυτρωνεται!!! Αν ήταν δικό μου έργο, θα επέλεγα διαφορετικό τέλος. Αλλά δεν είναι δικό μου, είναι του Ζουργού και μπράβο του!
Διαφορετικό από ό,τι μας έχει συνηθίσει ο Ζουργός μοιάζει στην αρχή αυτό το βιβλίο,ακόμη και στον τίτλο κ το εξώφυλλο.... προχωρώντας καταλαβαίνεις πως όσα αγάπησες και θαυμάζεις στον Ζουργό βρίσκονται ακόμη εκεί.... Ένα βιβλίο που όπως ο ίδιος είπε στην παρουσίασή του, χτίζει το πορτρέτο ενός ανθρώπου ο οποίος ασκώντας εξουσία μπλέκει στα γρανάζια της χάνοντας και καταστρέφοντας τις γέφυρες επικοινωνίας με το περιβάλλον του και στο φάσμα των γηρατειών αναγκάζεται να αντικρυσει την αλήθεια της ζωής του.... Ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός,λέω εγώ. Όπως πάντα απόλαυσα κάθε του λέξη,όπως πάντα δεν μπορώ να είμαι καθόλου αντικειμενική στην κρίση μου για τα βιβλία του.... Απλά λατρεύω τον τρόπο που ακουμπά κ μεταχειρίζεται τις λέξεις στον λόγο του κι αυτό για μένα υπερβαίνει ακόμη και το όλο στήσιμο της ιστορίας του κάθε βιβλίου του.
Η οικονομική κρίση κάποιους δεν τους αγγίζει ποτέ. Ένας από αυτούς είναι και ο κεντρικός ήρωας του Ζουργού, Λεόντιος Έξαρχος (ονοματεπώνυμο και πράγμα), αφού με ρώμη και εξουσία έχει στήσει τα προγεφυρώματα της πυγμής του σε όλες τις ηπείρους (μηχανικός γαρ), ώστε να μην έχει ανάγκη την ψωροκώσταινα. Είναι όμως η οικογενειακή και ψυχική κρίση, αυτή που τον ωθεί στο λυκόφως της ζωής του να καταφύγει στο ταπεινό, φολκλόρ και απομονωμένο χωριό της τεθνεούσας συζύγου. Σε έναν επιβλητικό αλλά και καταραμένο «πύργο» αναμοχλεύει, σκυλεύει ενίοτε οικογενειακά μυστικά, αναπλαισιώνει την έννοια της ευτυχίας σε συνάρτηση με το χρήμα και τον εξουσία, αλλά και προσπαθεί να αναστήσει το ταλαιπωρημένο σαρκίο της οικογένειάς του, με 3 κόρες που τον έχουν (;) απαρνηθεί.
Όλα αυτά, περιτριγυρισμένος από αρχετυπικές, μυστηριώδεις και αστείες φιγούρες της ελληνικής υπαίθρου. Ένας σύγχρονος βασιλιάς Ληρ, ένας άνακτας που αποδομείται σταδιακά ψυχή τε και σώματι, ενδυόμενος τον μανδύα της μοναξιάς, χάνει την αίγλη του και αφομοιώνεται από τις δοξασίες και τις δεισιδαιμονίες του τόπου, παρατώντας τα ακριβά cabernet για τη φθηνή ρετσίνα. Η ιδέα του μοναχικού, έκπτωτου αλλά ζάμπλουτου οικογενειάρχη είναι παλιά όσο και ο κόσμος. Η (πάντα εξαιρετική) πένα του Ζουργού, αν και με ένα χαλινάρι που συγκρατεί πολλές από τις περίτεχνες και καλλιεπείς εκφράσεις του, στήνει μια ιστορία πραγματική, απτή, που ο αναγνώστης της πιστεύει, νομίζει ότι την έχει ζήσει ή ότι του την έχει αφηγηθεί κάποιος κοντινός του.
Κοινωνικές, ηθογραφικές, ψυχογραφικές προεκτάσεις, από έναν διαφορετικό Ζουργό, ο οποίος δεν παύει να πειραματίζεται και να μην εφησυχάζει σε πετυχημένα και δοκιμασμένα από τον ίδιο λογοτεχνικά πατρόν. Πάντως, οι αναφορές στον Σέξπηρ και στον Γαργαντούα του Ραμπελαί μάλλον βιβλιοφιλικά, παρά ως εύρημα της πλοκής χρησιμεύουν.
Ο Ζουργός καταθέτει ένα αυθεντικό, επίκαιρο μυθιστόρημα από καλό λογοτεχνικό χαρμάνι και με διάχυτη την αγάπη για το βιβλίο. Όμως, το ευκόλως τραγικό και προβλέψιμο τέλος, αλλά και η γενικότερη αίσθηση του ότι μάλλον πιεζόμενος και πειραματιζόμενος γράφει «κάτι διαφορετικό», δε μας αφήνει να ξεχάσουμε τα εξαιρετικά βιβλία που έχουμε διαβάσει από τον ίδιο. Ίσως τελικά το ιστορικό μυθιστόρημα να του πηγαίνει καλύτερα από νατουραλιστικές περιγραφές και ηθογραφικές/ψυχογραφικές αναδιφήσεις.
Μου θύμισε κάτι συνεντεύξεις σε ηθοποιές που τις ρωτάνε ποιός είναι ο ρόλος που θα ήθελαν να ερμηνεύσουν κι οι περισσότερες, απαντάνε την Ιουλιέτα. Το αποτέλεσμα είναι ο περισσότερος κόσμος να παίρνει μια έκφραση δυσφορίας αν όχι και απελπισίας, όποτε αναφέρετε το συγκεκριμμένο έργο γιατί της έχουν τινάξει τα πέταλα. Έτσι κι εδώ. Ο βασιλιάς Ληρ είναι μια χαρά απο μόνος του κι από όπως τον έγραψε ο Σαιξπηρ, μπορούν να το αφήσουν στην ησυχία του. Αν και η Αηδονόπιτα και ο Αλμοσίνο μου είχαν αρέσει, αυτό που θα μου μείνει απο τις ρετσίνες είναι μια ατέλειωτη πομπώδη πολυλογία. Ο ήρωας αντιπαθέστατος - κι ο Ληρ μεταξύ μας ένας σκατόγερος ήταν-, θα του το συγχωρούσα αν τουλάχιστον εμβάθυνε λίγο στον χαρακτήρα απο το να πολυλογάει είτε με γλώσσα υποτιθέμενη χωριάτικη ή με περιγραφές που ήθελε να είναι βαρύγδουπες αλλά κατελήγαν απλώς γελοίες. Θα ομολογήσω ότι γέλασα πολλές φορές με όλα αυτά, κι ήταν και το μόνο που με κράτησε για να μην παρατήσω το βιβλίο. Α και για να μην το ξεχάσω, να μεταφέρω ενδεικτικά μία πρόταση από το όλο αυτό ύφος. Τα μαύρα σύννεφα αιωρούνται σαν πρησμένα μαστάρια αγελάδας απο χιόνι. ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΑΛΛΟ
Το κακό του να γίνεσαι μεγάλος είναι ότι μπορεί ο καθένας να σε πιάνει στο στόμα του ή στο χέρι του. Τη Τζοκόντα την βλέπεις με μουστάκι, την Αφροδίτη της Μήλου με κουρέλια, τον πύργο του Άιφελ στα Φιλιατρά, τους pink Floyd τους διασκευάζει ο Χ , και τον Ταρκόφσκι τον κάνει επιστροφή ο Ιναριτου, και στο θέατρο βλέπεις την Μήδεια με μπούρκα. Το Σέξπιρ λοιπόν μετά από αρκετούς ξένους τον έπιασε και ένας Έλληνας που είχε χαρακτηριστικό την ωραία γλώσσα και αυτό δεν το έχει απέναντι σε έναν ποιητή. Μεταφέρει στην σύγχρονη Ελλάδα και κάνει ένα Σεξπιρικο ήρωα μεγάλο, μάλλον τεράστιο μηχανικό που αποσύρεται σε ένα χωριό. Το πρόβλημα είναι ότι δεν πείθει ούτε η πλοκή ούτε οι χαρακτήρες που είναι χάρτινοι. ( Καμία σχέση με τα Ανεμώλια). Για κανένα λόγο ένας ευκατάστατος άνθρωπος ειδικά στα γεράματα δεν θα καταδεχόταν να καταναλώσει ρετσίνα. Η ζωή είναι μικρή για κακό κρασί. Όταν ήταν φοιτητής ίσως να είχε κάνει όπως όλοι μας το λάθος αυτό. Διαβάζετε εύκολα και τελειώνει για να πάρεις ένα άλλο βιβλίο. Μια κακή στιγμή του συγγραφέα.
Εξαιρετικά ποιητικό, ρευστή και ενδιαφέρουσα αφήγηση, ψιλοβελονια χαρακτήρων και συναισθημάτων, ωστόσο βαθιά μελαγχολικό , η ανάγνωση ήταν κατάδυση στη θλίψη της ματαιότητας. Και πάλι ένα τέλος χωρίς κάθαρση.
Όταν ξεκίνησα αυτό το βιβλιο εντυπωσιάστηκα από τη λυρική γλώσσα του Ζουργου και την υπόθεση.
Ο ήρωας μας νιώθει μόνος, απογοητευμένος "Χαρακτηριστικά λέει: Ο,τι και να είμαι, όπως και να καταλήξω, δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Δεν έχω πια συνέταιρο στην εταιρεία, δεν έχω εταιρεία, δεν έχω υπαλλήλους, δεν έχω γυναίκα, δεν έχω παιδιά. Είμαι ελεύθερος πια, κι αυτό είναι ένα δωρο απρόσμενο της θλίψης και της ερημιάς μου"
Πάει στο χωριό και ανοίγει το πατρικό σπίτι της πεθαμενης γυναίκας του και εκεί ξετυλίγεται το παρελθόν και βγαίνουν όλοι οι "σκελετοί" της οικογένειας. Το ρίχνει στο ποτό και ξεκινά να γράφει επιστολές στις κόρες του, τις καρυάτιδες της αχαριστιας οπως τις λέει, με τις οποίες είναι σε ρήξη.
Αρχίζουμε να μαθαίνουμε τι έχει συμβεί στο παρελθόν και κάπου εδώ χάνεται ο λυρισμός και περνάμε στο δεύτερο μέρος του βιβλιου και όλα τα κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται.
Φτάνοντας στο τέλος απογοητεύτηκα, θύμωσα με τον Ζουργο καθώς το βιβλιο έγινε ταινια δράσης. Τι άθλιο τέλος! Πόσο θύμωσα! Σαν το Game of thrones που ήταν μια σειρά απίστευτη με ένα τέλος που θύμωσε όλη την υφήλιο. Κρίμα γιατί στην αρχή ένιωσα ότι είχα στα χέρια μου ένα υπέροχο βιβλιο. Κρίμα!!!
Είχα άλλες προσδοκίες έπειτα από Αλμοσίνο, αηδονόπιτα και σκιά της πεταλούδας. Σε πολλά σημεία μου φάνηκε πομπώδες και βρήκα ενοχλητικές κάποιες επαναλήψεις στο νόημα και τη λεκτική διατύπωση. Βρήκα την πρώην κοσμοπολίτικη ζωή του πρωταγωνιστή να έρχεται σε αντίφαση τόσο με τη συμπεριφορά του στο χωριό όσο και με τον μάγκικο τρόπο με τον οποίο πολλές φορές εκφράζεται. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε στις κόρες του, με την έννοια ότι τον βρήκα υπερβολικό και κακό. Δεν μου άρεσε το τέλος, το βρήκα αρκετά βεβιασμένο, σαν να είχε κάποια ξαφνική υποχρέωση ο συγγραφέας κι έπρεπε να ξεμπερδεύει γρήγορα με ένα τέλος, οποιοδήποτε τέλος στο βιβλίο του. Παρά τα τρωτά του, σε πολλά σημεία γελάς, έχει φράσεις- τσιτάτα, στις οποίες στέκεσαι λίγο παραπάνω και διαβάζεται πολύ εύκολα.
Είναι πολύ ωραίος ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η σχέση αναγνώστη και συγγραφέα με το πέρασμα του χρόνου. Το πρώτο μυθιστόρημα του Ζουργου που διάβασα ήταν η αηδονόπιτα. Δεν ξέρω γιατί αλλά ενώ το ιστορικό πλαίσιο μου άρεσε, τότε η γραφή του με έκανε να τον κατατάξω σε δύσκολο συγγραφέα. Μετά διάβασα τη σκιά της πεταλούδας κι έμεινα ξερή, είχα να το λέω, τόσο πολύ μου άρεσε. Κι η γλώσσα, ίσως επειδή ήμουν και μεγαλύτερη, με γοήτευσε. Ακολούθησαν τα ανεμωλια, μάλλον αδιάφορα μου φάνηκαν. Μήπως επειδή μιλάμε πιο πολύ στην ψυχολογία των ανδρών; πιθανόν. Ύστερα ήρθε το λίγες και μια νύχτες, το οποίο παρουσίασε ο Ζουργός σε βιβλιοπωλείο της πόλης μου. Ήδη το βιβλίο μου είχε αρέσει πολύ, ήταν σαν να μου διάβαζαν παραμύθι κι έτσι είδα το Ζουργο, σαν παραμυθά που αντί να με κοιμίζει με κρατούσε ξαγρυπνη με τις ώρες. Και στην παρουσίαση του το ίδιο. Δάσκαλος δεν είναι; έκτοτε σκέφτομαι πόσο τυχεροί οι μαθητές του.. Διάβασα και το βίο του Ματίας Αλμοσίνο, τεράστιο βιβλίο και πολύ εσωτερικό, της αναζήτησης, για ανήσυχους. Μου φάνηκε κάπως φλύαρο σε μερικά σημεία, όποιος όμως ψάχνει το κάτι παραπάνω, το βρίσκει. Κι έρχονται οι ρετσινες του βασιλιά, που το πήρα με κλειστά μάτια γιατί πλέον για μένα ο Ζουργός είναι εγγύηση, παρόλο που από το οπισθόφυλλο δεν κατάλαβα και πολλά. Το άρχισα προχτές, αυτές τις δύσκολες μέρες του κορονοϊου, το τέλειωσα πριν λίγο. Μου άρεσε πάρα πολύ.. Είναι και πάλι σύγχρονο και μίλησε μέσα μου με ένα τρόπο καταλυτικό ��αι ξεκάθαρο με λίγα λόγια με μάγεψε. Η ανάγνωση με παρέσυρε κι ακόμα νιωθω κάπως σαν σε όνειρο..
Παρόλο που πιστεύω ότι ο Ισίδωρος Ζουργός μεγαλουργεί όταν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, δεν μπορώ να δώσω λιγότερα από τέσσερα αστεράκια εδώ. Είναι ένα παράξενο βιβλίο. Ενώ δεν συμπάθησα κανέναν από τους χαρακτήρες, (μόνο τον Ζαχαρία) ούτε μπόρεσα να ταυτιστώ μαζί τους, νιώθω ότι η ιστορία με άρπαξε από το χέρι από την αρχή και δεν με άφησε να φύγω μέχρι να φτάσω στο τέλος.
Αφήνοντας μακρυά την άσβεστη αγάπη του για τη γενέτειρα και "Μούσα" του, τη Θεσσαλονίκη, ο Ισίδωρος Ζουργός αυτή τη φορά ακολουθεί τις διαδρομές της ανθρώπινης ψυχής, σε ένα διαφορετικό βιβλίο με τόπο δράσης απροσδόκητο! Οι Ρετσίνες του Βασιλιά" είναι το πιο εσωτερικό βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού.Ένα μυθιστόρημα που, αν και ρέει άνετα, απροσδόκητα πολλαπλασιάζει το συναισθηματικό του φορτίο, "πίσω από τις γραμμές". Πρόκειται για ένα κοινωνικό δράμα, μια οικογενειακή ιστορία, που τελικά ανάγεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο αυτογνωσίας και συμφιλίωσης, πράγμα που φανερώνεται κι από την ίδια τη δομή του βιβλίου, καθώς εναλλάσει τριτοπρόσωπη αφήγηση με ημερολογιακές σημειώσεις του ιδιου του πρωταγωνιστή. Ένα μυθιστόρημα που χωρίς να είναι page turner κυλά σαν ποταμός προσφέροντας εξάρσεις και υφέσεις ως την δική του ιδιότυπη κορύφωση. Οι Ρετσίνες του Βασιλιά είναι το έργο του Ζουργού που περισσότερο από κάθε άλλο κινείται σε επίπεδο σχεδόν συμβολικό. Σε αυτό συμβάλλει, πρωτίστως η απροσχημάτιστη διακειμενικότητα του (Shakespear, Rambelais, με ανάλογο τρόπο που τα Ανεμώλια βρίσκονταν σε συνομιλία με τον ομηρικό κόσμο. Από την άλλη συμβολικότητα προσδίδει στο βιβλίο το γεγονός πως ούτε εδώ δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο τόπος -όπως σε άλλα μεγάλα έργα (οπως λόγου χάρη ο Κατάδικος του Θεοτόκη.) Το χωριό -σκηνικό της δράσης -θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε οικισμός της επαρχιακής Ελλάδας Χωρίς στενούς τοπογραφικούς περιορισμούς το δράμα εκτείνεται στον χώρο και διαστέλλεται για να χωρέσει την ψυχή κάθε αναγνώστη. Εντούτοις, υπάρχουν στο έργο στοιχεία ηθογραφικά, αναγνωρίσιμα στις μικροκοινωνίες της ελληνικής Επαρχίας, καθώς στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε μια αντιστροφή της υστερικής αστυφιλίας που διέκρινε τις εποχές της επιπλαστης ευμαρειας.Έδώ έχουμε μια αποκέντρωση και μια άρνηση του ασφυκτικού άστεως.Μια παλιννόστηση στις ρίζες.Στην αρμονική συνύπαρξη με τη φύση. Πέτρα.Κύμα.Άνθρωπος.Η μυσταγωγία του Αμπελιού.Το ποτό που ενώνει ετερόκλητους ανθρώπους στην ακολουθία του Οίνου. Οι συνάξεις στο καφενείο- εικόνα τόσο χαρακτηριστική στις κλειστές κοινωνιές- προσλαμβάνουν τη μορφή ιεροτελεστίας που έλκει τις τις ρίζες της από την αρχαιοελληνική παράδοση όπου περίοπτη θέση έχει η τελετουργικό της "βρώσης" κι οι προεκτάσεις του. Δομικά στοιχεία άλλωστε της κοινωνικής ζωής των Αρχαίων Ελλήνων κατέχουν η Φιλοξενία και τα Συμπόσια ως εκκολαπτήρια ήθους και φιλοσοφικής σκέψης.Και οι δυο αυτές εκφάνσεις της κοινωνικότητας, που μάλιστα ανάγονταν ως τους θεούς, έχουν ως συνδετικό κρίκο το Φαγητό και την πρωταρχική ανάγκη της τροφής, που προσδιορίζει τον Πρώτο, Ανυπέρβλητο Δεσμό του ανθρώπου- αυτόν με την Μητέρα- Τροφό. Εδώ υπεισέρχεται η συνομιλία με τον Γαργαντούα του Ραμπελαί, όπου ουσιαστικά ανιχνεύεται αυτό που η φρουδική θεωρία ονομάζει στοματικό στάδιο του ανθρώπινου ψυχισμού δηλαδη αφομοίωση του βρέφους με τον μητρικό μαστό ως αντίβαρο στον φοβο του αφανισμού και του θανάτου. Συνδαιτημόνες λοιπόν μιας υπεκφυγής και μιας χαράς που δεν κρατά αλλά γλυστρά και χάνεται όπως η άμμος στην κλεψύδρα, όπως το κρασί στον ουρανίσκο... Σε αυτήν τη συνάθροιση ξεχωρίζει ο εμβληματικός Λεόντιος Έξαρχος, ενας "Βασιλιας" αυτός βλέπει τους Καιρούς να ροκανίζουν τον θρόνο του, μα προτάσσει μια όρθια περηφάνεια μπρος στον αναπόδραστο τέλος, με τα μαλλιά του να αβνεμίζουν στις θύελλες. Ο Λεόντιος Εξαρχος του Ζουργού είναι το ομόλογο του σαιξπηρικού Βασιλιά Ληρ.Εκφράζει τη νοσταλγία του μεγαλείου, μα και την παρελθούσα πατριαρχία που εξουσιάζει το θήλυ αλλά και που άγεται ερήμην από αυτό. Ο Λεόντιος Έξαρχος ως Βασιλιάς Ληρ βλέπει τον παλιό κόσμο να καταρρέει κάτω από την θύελλα της προόδου, της αμφισβήτησης και της ανατροπής που εισηγείται στο σαρωτικό πέρασμά της η Νέα Γενιά. Ο Έξαρχος είναι ο King Lear, που απέναντι στις Κόρες του βιώνει την τρομερή απειλή όπως τη διαγράφει ο Καρλ Γιουνγκ, όταν ανιχνεύει το Τραύμα της Απερχόμενης Γενιάς έναντι των Επιγόνων της που "θα γκρεμίσουν τα έργα της". Είναι η γονιμότητα που κυοφορεί και την πτώση του Λεόντιου. Είναι η αδυναμία της παρακμής του που θα τροφοδοτήσει την εξουσία των επόμενων και αυτόν τον αναπόφευκτο εκθρονισμό του βιώνει ο Λεόντιος του Ζουργού, βλέποντας ως γονέας τα παιδιά του να πετούν με δικά τους φτερά αρνούμενα να ετεροκαθορίζονται ως ιδιοκτησία του Πατριάρχη. Γύρω από τον πρωταγωνιστή Λεόντιο ένας χορός προσώπων απτών κι αθέατων. Είναι, καταρχάς, οι σύντροφοι στην οινοποσία, τυπικές φιγούρες του ελληνικού χωριού: Ο παπάς, ο καφετζής, η παντοπώλισσα, η ωραία, ο ψαράς, ο προύχοντας... Αγαθοί και δόλιοι, ηθικοί και διεφθαρμένοι. Έπειτα είναι και τα φαντάσματα της μνήμης... Η μακρινή αγαπημένη , η Ουρανία με το όνομά της να υποδηλώνει την απουσία της στο Επέκεινα.Η αγάπη που ξεπλένει τα κρίματα.Η Σύζυγος.Η Μάνα. Οι απούσες κόρες η Γαβριέλα η Ρεγγίνα και η Κορίνα σε αντιστοιχία προς της σαιξπηρικές ηρωίδες την Γονερίλη (Goneril) ,τη Ρεγάνη (Regan) και την Κορδέλια (Cordelia)-διασκορπισμένες κι εκείνες στα "βασίλεια" του σύγχρονου κόσμου- τη Γερμανία, τις Βρυξέλλες και την φτωχή Αθηνα. Το παράξενο κάστρο, παντεπόπτης στην άκρη του χωριού διατηρεί τον δικό του αυτόνομο ρόλο- σαν παρουσία ζώσα στην πλοκή- εκκολάπτοντας κι εκείνο τα δικά του φοβερά μυστικά, και πληρώνοντας το δικό του τίμημα στην Αλήθεια και στη μοίρα. Ένας χαρακτήρας που σίγουρα αποτελεί μια ανατρεπτική πινελιά είναι ο πεθερός του Έξαρχου, ο Ζαμάνης.Μια προσωπικότητα ιδιαίτερη με μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία -πολυτάραχη και ζοφερή- που συντίθεται κομμάτι κομμάτι σαν παζλ, που μαντεύεις από το όλον το μερικό που σου λείπει.ίσως ήθελα να μάθω ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες του βίου του. Ο Ζαμάνης σίγουρα αποτελεί το πιο συναρπαστικό κομμάτι του μυθιστορήματος και το κλειδί στη διαδρομή του Λεόντιου προς τη Συμφιλίωση. Προεξάρχων όμως στον χορό τούτον των παράξενων προσώπων γύρω από τον...Ξεπεσμένο Βασιλέα-"Θέσπις" που θέτει σε κίνηση αυτό το δράμα- είναι ο γλυκύς και μοναχικός κωδωνοκρούστης του χωριού, ο Ζαχαρίας. Ο Μασούρης, με τη διονυσιακή του ανεμελιά είναι αυτό που απλοικά ορίζουμε ως "τρελό του χωριού".Με τη βακχική του άγνοια, αισθάνεται όσα δε σκέφτεται και νιώθει όσα δεν κατανοούν αυτοί που σκέπτονται. Ένας σαλός με την αγιοσύνη που ο όρος προσέλαβε στην χριστιανική παράδοση, έτσι όπως φέρνει τον Λεόντιο σε επαφή με την ανεπεξέργαστη αλήθεια.... Συνδέοντάς τον Ζαχαρία με την σαιξπηρική εποχή μπορούμε να τον παραλληλίσουμε με μια αναγεννησιακή φιγούρα από την Commedia del 'Arte. Μια γκροτέσκα βενετσιάνικη μάσκα, που ξεπροβάλλει αιφνιδιαστικά και πίσω από το τρομακτικό της γέλιο κρύβει τη σκοτεινή γνώση. Μια φιγούρα που παραμερίζει τα φτιασίδια και επαναπατρίζει την ύπαρξη του στα απενοχοποιημένα ένστικτα της anima. Εντούτοις, ο Ζαχαρίας διατηρεί μια ιδιότυπη συμπόνια και μια ευαισθησία που του εμφυσά μια πνοή από τον -πολύ μεταγενέστερο του Σαίξπηρ- Ρομαντισμό, προσδίδοντας του τα στοιχεία ενός άλλου εμβληματικού κωδωνοκρούστη, του τραγικού Quasimodo. Η συνάφειά τους προκύπτει με τρόπο βαθιά συγκινητικό που μόνον ο Ζουργός ξέρει να υποβάλλει, αποδεικνύοντας πως η αγωνία της γλώσσας σε έναν συγγραφέα δεν αναιρεί ποτέ το χειμαρρώδες συναίσθημα. "Οι Ρετσίνες Του Βασιλιά" δεν είναι όμως ένα μυθιστόρημα που αποζητά την τέρψη ή τον άκοπο εντυπωσιασμό. Είναι ένα θεατρικά σκηνοθετημένο δράμα που συνδιαλεγεται με την αρχαία και τη σαιξπηρική τραγωδία, σε σκηνές και ιντερμέτζα- για να κλείσει σε μια σοφόκλεια επίκληση στους Νεκρούς που "τους πήρε ο Άδης και- μέγα πλήθος- η Περσεφόνη εφίλεψε". Μέσα στο πανηγύρι της ζωής, διάχυτη είναι η σκιά του θανάτου ως απειλή και μνήμη, όπως ακριβως οι αναγεννησιακές Αποκριες μασκάρευαν τον τρόμο του θανάτου! Αυτή είναι η διαδρομή υπερκέρασης του Εγωισμού καλείται ο Λεόντιος να διανύσει με σύντροφο τον Ζαχαρία, την αλέγκρα σκιά της καρδιάς του, για να φτάσει σε ένα φινάλε ακαριαίο και σκοτεινά ποιητικό όπου ανεξήγητα επέρχεται η συμφιλίωση των δύο γενεών. Με όλα αυτά οι "Ρετ��ίνες του Βασιλιά" αποδομούν σαθρά οικογενειακά οικοδομήματα που πίσω απο την κοινωνική επιφάνεια και την ψευδεπίγραφη εικόνα μιας επίπλαστης ευημερίας κρύβουν ανομολόγητα απωθημένα, ένοχα μυστικά και πενία συναισθημάτων. Πέραν των ψυχογραφικών τους προεκτάσεων, όμως, "Οι Ρετσίνες" καταλήγουν να είναι κι ένα σύγχρονο βιβλίο που- μέσα από μεσαιωνικά σχήματα και αναγωγές σε προγενέστερες λογοτεχνικές φάσεις της Ευρώπης- αφουγκράζεται το αδιεξοδα του Νεοελληνα της Κρίσης, που είδε οράματα, προσχήματα και ψευδαισθήσεις να καταρρέουν. "Οι Ρε��σίνες" ξεμπροστιάζουν την υποκρισία του σύγχρονου Αστού της Κατανάλωσης, της Κοινωνικής Ανέλιξης και της Άδειας Ψυχής... Το βέβαιο είναι πως "Οι Ρετσίνες του Βασιλιά" αποτελούν ένα πρωτότυπο έργο που αποδεικνύει πως ο Ισίδωρος Ζουργός δεν επαναπαυεται στις δάφνες του αλλά αναζητά νέους δρόμους και διαφορετικούς κάθε φορά προβληματισμούς-γύρω από την Ιστορία, τον έρωτα και την κοινωνία- για να εμπλουτίσει όμορφα τη Σύγχρονη Πεζογραφία μας. "Οι Ρετσίνες του Βασιλιά" είναι λοιπόν ένα ακόμη εξαίσιο δείγμα μιας άοκνης πέννας που βρίσκει τρόπους να προσφέρει έμπνευση, συναίσθημα και γόνιμη γνώση στο Λογοτεχνικό μας Γίγνεσθαι.
Κάθε βιβλίο του κ.Ζουργού έχει τους λόγους του που σε κάνουν να μην το αφήνεις από τα χέρια σου μέχρι να το τελειώσεις. Αναρωτιέμαι τώρα που το τελείωσα - και το λέω για καλό- ποιό ή ποιά ήταν εκείνα τα στοιχεία που με έκαναν να ψάχνω χρόνο μέσα στη μέρα για να το διαβάζω . Με λίγα λόγια εξαιρετικό και ξεχωριστό.
Αυτή την μανία με τα απαισιόδοξα φινάλε του Ζουργού δεν την καταλαβαίνω. Η ιστορία ήταν καλή αλλά το τέλος της απότομο, χωρίς κανένα λόγο, λες κ κόπηκε με μαχαίρι. Μετά το "Λίγες και μια νύχτες" που λάτρεψα αυτό το βιβλίο μου φάνηκε μέτριο. Περίμενα πολλά περισσότερα.
Ήταν λίγο άδικο για τον κύριο Ζουργό (και κουραστικό συνάμα για τον αναγνώστη του συνόλου των έργων του) ενώ διαθέτει τόσο δυνατή και γλαφυρή πένα, να έχει εγκλωβιστεί από τον χώρο και τον χρόνο. Θαυμάσιο βιβλίο, μέσα από το οποίο μας αποδεικνύει περίτρανα για άλλη μια φορά τις εξαιρετικές ικανότητές του.
Άλλη μια απόπειρα αναμέτρησης με τον Άγγλο βάρδο που λήγει με σαφή νίκη του βάρδου και κατατρόπωση του διεκδικητή. Ο δε Rabelais με τον Pantagruel του πρέπει να γελάνε κατάμουτα στον Βασιλιά του τίτλου, καθώς τα σουσούμια στου οποίου (υποτίθεται ότι) αντανακλώνται δεν φαίνονται να αφορούν παρά έναν κακοχωνεμένο πρόσκαιρο (πιθανά λόγω της ανάγνωσης του Bachtin) ενθουσιασμό του συγγραφέα, σχεδόν δυσδιάκριτο και περιοριζόμενο στην απλή αναπαραγωγή κάποιων αποσπασμάτων τους που δεν ορίζουν πουθενά την πλοκή ή τον χαρακτήρα του. Το βιβλίο, πάντως, είναι όντως καλό (ειδικά αν δεν έχεις διαβάσει κανένα από τα δύο -τρία- βιβλία του οπισθόφυλλου) και η διακειμενικότητα δεν είναι η συνήθης αισχρή αντιγραφή. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, η περιγραφή της διαχρονικά παρακμιακής επαρχιακής κοινωνίας και της επίπλαστης (μικρο)αστικής ευτυχίας λιτές και επιτυχημένα αποδιδόμενες. Τέλος, οι χαρακτήρες αν και όχι τίποτα το εξαιρετικό στη σκιαγράφησή τους είναι πιστευτά αντιπαθείς και όχι χάρτινοι στην (ηθελημένη) αποκρουστικότητά τους. Το πρόβλημα, για μένα, είναι η μορφή του μυθιστορήματος. Η ταλάντευση ανάμεσα στην επιστολική γραφή την ημερολογιακή ανιστόρηση και την τριτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργεί προβλήματα φόρμας. Έτσι, το συνήθες λυρικό και λίγο μεγαλόστομο (που λειτουργεί μια χαρά στην τριτοπρόσωπη γραφή) λεξιλόγιο του Ζούργου μετατρέπται σε πομπώδη λόγο στα επιστολικά και ενοχλητική πομφόλυγα στα ημερολογιακά κομμάτια ακυρώνοντας την αληθοφάνεια αισθημάτων, χαρακτήρων και βιωμάτων. Σε μια συνεπή τριτοπρόσωπη γραφή που θα άμβλυνε τον υπερκαλολογικό (πιθανά λόγω επαγγέλματος) λόγο του συγγραφέα το βιβλίο πιθανά να άξιζε και τέσσερα αστεράκια. ,
Αν και μου αρέσει η γραφή του Ζουργού πολύ, εδώ με το μισογύνη κύριο Λεόντιο Έξαρχο λίγο κοντέψαμε να τα χαλάσουμε. Σφιχτή πλοκή, καλογραμμένο δε λέω αλλά κάπως είχα ένα κράτημα λόγω του διάχυτου μισογυνισμού. Ναι, ωραίες οι αναφορές σε άλλα βιβλία και ο ανοιχτός διάλογος με τον Σαίξπηρ, αλλά ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή δε σε άφηνε και να τον αγαπήσεις ή να τον συμπονέσεις. Ίσως πάλι αυτό και να ήθελε να πετύχει ο Ζουργός, οπότε. Σε κάθε περίπτωση, ένα καλό ανάγνωσμα!
Δεν συγκρίνεται με τον αγαπημένο μου Ματίας, και πάλι όμως πρόκειται για ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ. Ενώ γενικά μου άρεσε η έκφραση, κάποιες φορές μου φάνηκε κάπως επιτηδευμένη. Πάλι όμως μου δημιούργησε έντονες εικόνες, έφτιαξα στο μυαλό μου τον Λεόντιο και όλα τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας και ήταν σαν να έβλεπα μία ταινία μέσα στο κεφάλι μου. Γι αυτό και μόνο, αξίζει τα 4 αστεράκια.
Αγαπώ το συγγραφέα και θεωρώ σπουδαία τη γραφή του, εδώ όμως κάτι δεν πήγε καλά. Το βιβλίο με κούρασε κι από ένα σημείο και μετά έχασα το ενδιαφέρον μου. Η ιστορία απλώνεται υπερβολικά και οι χαρακτήρες (με τις όποιες αναφορές τους), από ένα σημείο και μετά, παύουν να είναι πειστικοί. Δεν το συνιστώ για κάποιον που θέλει να γνωρίσει το συγγραφέα.
"Οι ρετσίνες του βασιλιά" είναι ένα βιβλίο που με κέρδισε από την αρχή λόγω του συγγραφέα.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Λεόντιος Έξαρχος που αποφασίζει να απαρνηθεί την Αθήνα και να επιστρέψει στο χωριό της γυναίκας του. Πρόσφατα την έχασε και με τις πληγές να είναι ακόμα ανοιχτές αποφασίζει να μείνει στο σπίτι του πεθερού του που είναι εγκαταλελειμμένο. Οι γυναίκες του χωριού τον βοηθούν να φτιάξει τον χώρο πάλι από την αρχή. Το διάστημα που θα μείνει στην μικρή αυτή πολιτεία η παρέα του θα είναι οι άνθρωποι του καφενείου και ο πιστός του ακόλουθος ο Ζαχαρίας.
Όλον τον πόνο που έχει βιώσει μετά την απώλεια της συντρόφου του αποφασίζει να τον διοχετεύσει στην συγγραφή. Καθημερινά γράφει για όσα τον πόνεσαν όλα τα χρόνια του κοινού τους βίου αλλά το μεγαλύτερο του αγκάθι είναι που δεν έχει σχέση με τις κόρες του. Όταν αποφασίζει να ψάξει το σπίτι και πέφτουν στα χέρια του έγγραφα του πεθερού του τότε μαθαίνει πολλά πράγματα που αγνοούσε για χρόνια.
Ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα από τον αγαπητό συγγραφέα. Οι περιγραφές του και ο τρόπος που αναπαριστά τις αντιλήψεις μίας κλειστής κοινωνίας μου άρεσε πολύ. Δημιούργησε εξαιρετικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες με βάθος. Είναι ένα βιβλίο που δεν θες να τελειώσει γιατί η γραφή του είναι αξεπέραστη.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού θα μπορούσε να είναι ένα κοινωνιολογικό-ανθρωπολογικό δοκίμιο, μια απομαγνητοφώνηση μιας συνεδρίας από ένα κρεβάτι ψυχολόγου. Ίσως, μια δημοσκόπηση ανάμεσα σε ηλικιακή ομάδα 70-80,με ερωτήματα που αφορούν τη συναισθηματική τους άποψη, την ψυχολογική τους κατάσταση σε σχέση με τον όρο οικογένεια. Ευτυχώς, είναι ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα· μια καταγραφή του ψυχισμού του Λεόντιου Έξαρχου -βασικός ήρωας του βιβλίου- αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας ,μια αποτύπωση της Ελλάδας, από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα. Για το θέμα του βιβλίου, θα παραθέσω μία φράση του ήρωα, προς το τέλος της ιστορίας: «δεν έχει μόνο η Γηραιά Αλβιόνα τους πύργους και τους τραγικούς της πρίγκηπες. Έχουμε κι εμείς αρκετή τέτοια παγωνιά, μόνο που δεν βρήκαμε κάποιον τραγωδό, έναν Σαίξπηρ για παράδειγμα, να την κάνει γνωστή στον κόσμο όλο». Οι Ρετσίνες του βασιλιά είναι μια μεταφορά του Βασιλά Ληρ, του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, στην ελληνική πραγματικότητα, με χρώμα κι εντάσεις, με ομολογίες, εξομολογήσεις και αλήθειες, μια περιγραφή που αντικατοπτρίζει με τρόμο, ορισμένες φορές, τη βαθιά μοναξιά της τρίτης ηλικίας, την απογοήτευση και το αίσθημα της εγκατάλειψης, αλλά και τον φόβο του θανάτου και της πρωτοκαθεδρίας. Οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό του αναγνώστη θα μπορούσαν να προέρχονται από την κινηματογραφική επιτυχία του Ακίρα Κουροσάβα, το Ραν, το Χάος που είναι ιαπωνική μεταφορά του μεγάλου έργου. Ο Λεόντιος νοιώθει πως χάνεις το κύρος και την εξουσιαστική σχέση που έχει στις τρεις του κόρες (ονόματα αντίστοιχα με αυτά του Ληρ).Στην ηλικία των εβδομήντα χρόνων, εγκλωβισμένος από εμμονική διάθεση και απαξίωση, προσπαθεί να επαναφέρει την αίγλη και την κυριαρχική του θέση, με πίκρα, κακεντρέχεια και παράλογες αξιώσεις. Δημιουργεί ένα επίπλαστο «βασίλειο», μια παρωδία. Η ρετσίνα είναι το στέμμα του, το μέσο για να έρθει κοντά στους «υπηκόους» του, είναι ο διαλύτης σε μια σχέση όσμωσης· μιας αλληλεπίδρασης που εντέλει θα φέρει και την ταύτιση. Η ιστορία είναι κλιμακωτή. Ο ίδιος ο ήρωας την προσομοιάζει με την ανηφόρα που διανύει συνέχεια για να πάει στον πύργο του πεθερού του ,που τώρα είναι πια δικός του, με κληρονομική διαδικασία. Μια ανηφόρα που ουσιαστικά είναι και η κοινωνική πυραμίδα του χωριού που εγκαθίσταται. Οι κάτοικοι-υπήκοοι τον ακολουθούν αλλά δεν τον προσεγγίζουν. Μια αλληγορία για την φυσική τάση του ανθρώπου για συγκεντρωτισμό γύρω από το κοινωνικό ανώτερο.΄Ετσι, δημιουργείται και η κοινωνική πυραμίδα, θεωρητική στην ουσία, αλλά δεδομένη συνθήκη. Στον πύργο του Ζαμάνη, προσπαθώντας ν΄ αποκαλύψει τα ένοχα μυστικά του μισητού πεθερού του και της αγαπημένης, πεθαμένης γυναίκας του, ανακαλύπτει την πλήρη ταύτιση με ό,τι μισεί και χλευάζει. Ανεπίδοτα γράμματα και μηνύματα, στους φίλους και στις κόρες του ,στην πεθαμένη γυναίκα του θα γίνουν οι ημερολογιακές του εξομολογήσεις ,η διαθήκη συναισθημάτων και παραπόνων. Μόνιμος έμπιστος και σύντροφος του, ο Ζαχαρίας, ο Ρία ρία Μπουμ, ο σαλός του χωριού. Ο Λεόντιος τον αποκαλεί νοήμον ίσκιο του. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει πως ο Ζαχαρίας είναι μια αποκάλυψη συμπάθειας και τιμιότητας, η παιδικότητα και η καθαρή αλήθεια του φαιού κόσμου του βιβλίου. Επιβεβαιώει την φράση του Κουροσάβα,στο σενάριο της ταινίας του: «σ΄ έναν τρελό κόσμο οι τρελοί είναι οι λογικοί». Ο Ζαχαρίας είναι ένα σημαντικό πρόσωπο για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα απωθημένα και τη συναισθηματική κατάσταση,υφέρπουσα σε όλο το κείμενο, του ήρωα. Γύρω τους εξελίσσονται μέσα από την καθημερινότητα οι χαρακτήρες, που πλαισιώνουν τον ήρωα. Ο καθένας εκφράζει ένα κομμάτι της Ελλάδας στα χρόνια της κρίσης. Έλληνες επαναπατριζόμενοι που βλέπουν τα παιδιά του να παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς, πρόσφυγες χωρίς τόπο στην απόλυτη φτώχεια, ανεργία, έξαρση του φαινομένου των γυναικών από τα Βαλκάνια, που γίνονται κομμάτι της ανδρικής επιβεβαίωσης, νοοτροπίες του μικρόκοσμου της επαρχίας, η επέλαση του διαδικτυακού κόσμου στις απλές ζωές των ανθρώπων. Η ρετσίνα ρέει αφειδώς, στα κέφια, τις λύπες, τα μεράκια, προκαλώντας σουρεαλιστικές εικόνες ,διονυσιακού ρυθμού, γκρο πλαν σε κινηματογραφικές σκηνές από τόσο κοντά, ώστε να εστιάζονται κινήσεις και αντιδράσεις επαναλαμβανόμενες (ο Μουσθένης πάντα αποκοιμισμένος, ο Φώτης με το λιγδιάρικο πατσαβούρι να καθαρίζει ένα τραπέζι, ο Ζαχαρίας να μαζεύει με την άκρη του πουκάμισού του τα σάλια από το ανοιχτό του στόμα) ξανά και ξανά, σαν την καλημέρα και την καληνύχτα, σαν ένας ακούσιος χαιρετισμός. Η ρετσίνα είναι το τίμιο κρασί μιας ίδιας γενιάς σε όλα τα χρόνια που περνούν. Είναι το μέσο που εξαναγκάζει τον Λεόντιο να παραδεχτεί τις αλήθειες που τον καίνε και δεν βρίσκει ανάπαυση. Η απόδοση της κορυφαίας στιγμής της καταιγίδας είναι ένα μονοπλάνο εξαιρετικά δυνατό, αλλά ταυτόχρονα και συγκινητικό. Ο Λεόντιος έχει μεταμορφωθεί σε μια βιβλική φιγούρα, έχει συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα και την αδυναμία του. Παύει να επαίρεται, κατανοεί και θρηνεί. Κρατάει το μπαστούνι σαν σκήπτρο και υποβαστάζεται από τον σαλό Ζαχαρία. Προοιωνίζει το τέλος, εύστοχα σημειολογική. Η ιστορία θα κλείσει με τη συγχώρεση και τη λύτρωση. Την αναγνώριση των παθών και της αγάπης. Η αγάπη είναι που κλείνει τις πληγές κι επουλώνει. Ένας σύντομος, μα εξαιρετικός μονόλογος με την επιρροή του πιο διάσημου στίχου του Σαίξπηρ, από τον Άμλετ -αλτ ποιος είν΄εκεί- ο συγγραφέας ολοκληρώνει αυτό το διαφορετικό του βιβλίο, αλλά απόλυτα αληθινό, μια μάχη με την αλαζονεία και τον θάνατο, με την τρέλα της μοναξιάς και την τραγικότητα της ύπαρξης. Επίπονο βιβλίο, ίσως, γιατί η περιγραφές του είναι πολύ κοντά στην και μέσα στην εποχή που διανύουμε. Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί ως θεατής ένα δρώμενο που έλαβε χώρα κάποια άλλη εποχή. Μπορεί ν΄αναγνωρίσει τον εαυτό του ή κάποιο οικείο πρόσωπο ή να δει με τρόμο την ίδια τη ζωή του στο μέλλον -ίσως γι΄ αυτό και ο βασιλιάς Ληρ δεν θεωρείται από τα πιο αγαπημένα έργα του αναγνωστικού κοινού του Σαίξπηρ. Εγώ θα πω πως είναι ένα σύγχρονο έργο, που μας αφορά όλους, και θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα.
Ο Ζουργός έχει πένα και το αποδεικνύει άλλη μια φορά! Οι σαιξπηρικές επιρροές είναι εμφανείς. Αγαπημένη φιγούρα αυτή του"γελωτοποιού", του αλαφροΐσκιωτου του χωριού! Το τέλος, μάλλον απρόσμενο. Γέλασα, συγκινήθηκα, δάκρυσα.Τελικά, "η αγάπη είναι η ύφανση της υπομονής με την αφοσίωση, απαιτεί περιφρούρηση των μυστικών κι ενδεχομένως τη συγκάλυψή τους"!
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποτελεί ένα ψυχογραφημα και μια εσωτερική αναπόληση της ζωής ενός πρώην κραταιού άνδρα, ο οποίος αναρριχήθηκε στο κοινωνικό γίγνεσθαι αποκτώντας πλούτη, δύναμη, καταξίωση . Ζει τον παροπλισμό του σε ένα χωριό αφού ψυχραίνεται με τις κόρες του και πεθαίνει η γυναίκα του. Αναμοχλεύει το παρελθόν της οικογένειας, ανακαλύπτει κρυμμένα μυστικά, βιώνει την θλίψη, την μοναξιά και την εγκατάλειψη και τελικά κατακρημνίζεται από το θρόνο του. Η πλοκή χωλαίνει, η γλώσσα και η γραφή αναμενόμενα απολαυστικές. Οι παραλληλισμοί με τον βασιλιά Ληρ οδηγούν τον συγγραφέα σε ένα βεβιασμένο τέλος. Προσωπικά δεν με ενοχλεί η τραγική κατάληξη αλλά θα περίμενα κάτι πιο ευφάνταστο.
Το βιβλίο δε με άγγιξε. Ομολογώ ότι είμαι φίλος των ιστορικών μυθιστορημάτων του Ζουργού. Το παρόν είναι πιο κοντά στην Ανεμώλια - μία μοντέρνα ιστορία με κάποιους λογοτεχνικούς παραλληλισμούς. Ωστόσο, κανένας από τους χαρακτήρες δε μου τράβηξε το ενδιαφέρον, η πλοκή ήταν αδιάφορη και το τέλος θλιβερό. Δυστυχώς ήταν ένα βιβλίο που το έπιανα χωρίς ενθουσιασμό κάθε βράδυ για να το τελειώσω και να προχωρήσω στο επόμενο.