«Εδώ αρχίζει να καλοκαιρεύει. Μα τί'ναι τούτο; Δεν αποκρίνομαι πια εύκολα στο φως, στα χρώματα, στα σχήματα της άνοιξης. Τι φταίει τάχα; Γεράματα; Πολλές δοκιμασίες, πολλές μνήμες; Πολύ σκύψαμε μέσα μας; Πολύ καθαρά βλέπουμε και μες στα σκοτεινά; Πού 'ναι κείνη η «άγια αφέλεια»; Μεγάλες εμπειρίες, αξιοθαύμαστες � ας μας λείπανε (ναι; � δε θα το 'θελα και δε θα το μπορούσα). Τί κάθομαι και σου λέω;» � Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Αθήνα, 14. V. 64
Σε επιστολή του στη Μέλπω Αξιώτη στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: «Πότε πια θα 'ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες � όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά � αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ' άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;». Σ' αυτή την επώδυνη και γεμάτη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.
Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962· έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επιτέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει. Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυδωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυπίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτεχνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.
Ο Ρίτσος έγραφε στην Αξιώτη στις 7. 1. 1964: «Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θα 'χουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν' αφανίζει εμάς τους ίδιους». Όμως η προσδοκία μαζί με τη βαθιά επιθυμία για διάσχιση του χρόνου εδραιώνει και στους δύο την πεποίθηση ότι εξακολουθείς να είσαι ζωντανός όσο οι άλλοι μιλούν για σένα και ότι αυτό κατορθώνεται μόνο χάρη στο έργο που αφήνεις πίσω γιατί, κατά την Αξιώτη, «ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα του», και γι' αυτόν το λόγο «όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα». Πώς θα μπορούσε ο Ρίτσος να μην προσυπογράφει το παραπάνω, από τη στιγμή που απαθανάτισε σε τέχνη τη θνητότητα της ζωής.
«Αγαπητέ φίλε, Τριγυρισμένη απ' τον ήλιο που τον περίμενα, πιάνω τέλος να σου γράφω � Μην το θαρρείς λίγο πράμα, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να το καταλάβεις � Είχα να γράψω σε φίλους δέκα χρόνια � γιατί δεν μπορούσα � δεν είχα τίποτα να πω αν δεν έλεγα πολλά � η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη � είχε πολλών ειδών μάκρη � και ακατανόητα για όποιον δεν τα περπάτησε � Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δυο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του � αυτό είναι τίποτα μπροστά στο κάθε βήμα που πρέπει να κάνουνε τα ξένα πόδια σφηνωμένα στο δικό σου κορμί � Έτσι μπορεί να μάθεις να βαδίζεις, μα ξεμαθαίνεις να μιλείς με το διπλανό σου � κατάλαβε λοιπόν γιατί δε σου ‘γραφ� παρά για τα πραχτικά ζητήματα � Η φροντίδα κι η στοργή που μου 'δειξες μου έκαμαν πολύ καλό, αν και τα λόγια τούτα που σου γράφω μπορεί να μη λένε όσα θέλω να πω και πρέπει να τα συμπληρώνεις � Να ξέρεις μόνο πως δεν είμαι εγώ εκείνος ο άνθρωπος που ήξερες � είμαι ένας άλλος � αλλιώτικος � Πολλές ήταν οι αιτίες, και πρώτα απ' όλα ο εαυτός μου αντίκρυ στα φαινόμενα ακατασκεύαστος για να μεταπιαστεί με τα νέα προζύμια...» —M. ΑΞΙΩΤΗ, Ιταλία, 6. 7. 60
«Γιάννη μου, Χαρά με γέμισες από χτες, απ' όταν έλαβα το περιοδικό που μου έστειλες –είνα� το πρώτο «δείγμα» που είχα� και ξέρεις απ' τον εαυτό σου τι θα πει να βλέπεις μεταμορφωμένα σε τυπογραφικά στοιχεία τα πράματα εκείνα της καρδιάς σου και του νου � αν τυχαίνει να είσαι και τζαναμπέτης, μπορεί και να μην τα παραδεχτείς στη νέα τους κατάσταση, να σου γίνουν ξένα κι εχθρικά � τούτο μου συμβαίνει κάποτε (τρέχα γύρευε πούθε προέρχεται), όμως όχι τούτη τη φορά � συμφιλιώθηκα αμέσως μαζί τους � μπας κι είναι επειδή εσύ με τόση στοργή τα φρόντισες � τις ξέρει � Παύω.» � M. ΑΞΙΩΤΗ, Βερολίνο, 14. 12. 61
«Αγαπημένη μου Μέλπω, Ξέρω την κούραση, την πίκρα (κι ακόμη τη βουβή τρυφερότητα μιας φοβισμένης και γι' αυτό ακατάδεχτης ή αδιάφορης μοναξιάς, που το 'χει πάρει απόφαση να 'ναι μόνη), που κρύβουν οι σύντομες, απλές, τυπικές λέξεις. Ένα μονάχα δεν καταλαβαίνω σε σένα: που δεν καταλαβαίνεις και τη δική μου δυσκολία να σου γράφω. Βλέπεις μόνο απ' τη μεριά σου. Ο όγκος κι η απόσταση των δέκα χρόνων έχουν μπει όχι μονάχα ανάμεσα σε σένα και σε μένα, μα και ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και πιο πολύ ανάμεσα σε μας και τον εαυτό μας και όλους. Πώς να τον μιλήσεις και να τον λυώσεις όλον αυτό τον όγκο. Διαφορετικά γεγονότα (ή και τα ίδια) που τα ζήσαμε σ' άλλους χώρους πετρώνουν μέσα στη σιωπή και μας πετρώνουν.» � Γ. ΡΙΤΣΟΣ, 20. VII. 60
Ο Γιάννης Ρίτσος (English: Yiannis Ritsos) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Είχε τρία αδέρφια. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μανώλης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη "Διάπλαση των Παίδων" με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Το 1925 ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι ο Ρίτσος εργάστηκε στην Αθήνα, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 αρρώστησε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Το Γενάρη του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) · πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, που βγήκε το 1939. Το 1933 συνεργάστηκε με το περιοδικό της Αριστεράς Πρωτοπόροι και δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια (θίασοι Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Μακέδου). Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του "Ριζοσπάστη" -όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ- και των "Ελεύθερων Γραμμάτων" (1945). Το 1934 προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε.. Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλήφθηκε στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή, συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Έρη. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο, το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λ
... ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δεν θάχουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν' αφανίζει εμάς τους ίδιους... --- Γιάννης Ρίτσος
... ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα του και γι αυτόν το λόγο όταν θα είμαι νεκρή θα μιλούν ίσως για μένα ... --- Μέλπω Αξιώτη