Γιάννης Ρίτσος
Born
in Monemvasia, Greece
May 01, 1909
Died
November 11, 1990
Genre
![]() |
Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά: Σπαράγματα αλληλογραφίας 1960-1966
by
2 editions
—
published
2008
—
|
|
![]() |
Ποιήματα Γ' Τόμος
by
—
published
1964
|
|
![]() |
Φαίδρα ( και 5 σπουδές του Γιάννη Τσαρούχη )
|
|
![]() |
Συντροφικά Τραγούδια
2 editions
—
published
2009
—
|
|
![]() |
Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων: Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του
|
|
![]() |
Οέστης
|
|
![]() |
Χειμερινή Διαύγεια
|
|
![]() |
Τροχιές σε διασταύρωση
by
—
published
2008
|
|
![]() |
Χυσοθεμις
by
—
published
1984
|
|
![]() |
Τοιχοκολλητής
|
|
“Το ξέρω πως ο καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ΄ρθω μαζί σου.”
― The Moonlight Sonata
― The Moonlight Sonata
“Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ� εμένα· καλυμμένη
απ� τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ� τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ� την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ� τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ� την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ� το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ� την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ� το χρόνο κι απ� το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.”
― Τα Ερωτικά
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ� εμένα· καλυμμένη
απ� τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ� τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ� την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ� τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ� την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ� το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ� την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ� το χρόνο κι απ� το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.”
― Τα Ερωτικά