“«Όμως ξέρεις κάτι;» συνέχισε. «Σκέψου λίγο τι έχουμε κάνει. Τι έχουμε καταφέρει. Κι εσύ, κι εγώ, κι εκείνος. Έχουμε ζήσει τόσα πολλά... Κι όμως, είμαστε ακόμη εδώ. Είναι θέλημα Θεού, καταλαβαίνεις; Υπάρχει λόγος που μας έχει ξεχωρίσει από τους άλλους, κι αυτό γιατί δεν έχουμε δώσει ακόμη όσα έχουμε μέσα μας να προσφέρουμε. Δες πόσο τυχεροί έχουμε σταθεί, παρά τις συνθήκες απ� όπου παλεύουμε να ξεφύγουμε. Δες» είπε και έδειξε τα σώματα πίσω τους, «Αυτοί εδώ οι φτωχοί δεν ήταν πλασμένοι για ν� αντέξουν. Εσύ όμως ήσουν. Και η Λίτα, και η φίλη της η Μάριαν, κι εκείνος ο Άντριαν. Έχετε κι άλλα να δώσετε. Γι� αυτό ξεφύγατε. Και ίσως...» έκανε μια παύση και σήκωσε τους ώμους, «Ίσως κι εγώ να είμαι φτιαγμένος για κάτι παραπάνω. Για να σε βοηθήσω να βρεις κάποιον που έχει κι εκείνος να δώσει κι άλλα. Τι λες; Το γεγονός ότι ο Όσσιαν έχει στο αίμα του κάτι τόσο δυνατό, ότι απ� όλους εκείνος έπρεπε να το κουβαλάει... Ούτε αυτό νομίζω πως είναι τυχαίο. Γιατί μπορεί κάτι να κάνει μ� αυτό, καταλαβαίνεις; Κάτι που δεν το ξέρουμε εμείς, αλλά Εκείνος, όποιος κι αν είναι, που το έχει ήδη σχεδιάσει. Για κάποιον λόγο υπάρχουμε ακόμη. Έχουμε να δώσουμε κι άλλα. Θα τα καταφέρουμε, γιατί αυτός είναι ο λόγος που είμαστε ακόμη εδώ. Εντάξει;»”
―
Έρση Λάβαρη,
Η Εποχή του Κυνηγιού