Πάνος Τουρλής's Reviews > Και εγένετο φως
Και εγένετο φως
by
by

Ένα έφηβο αγόρι βρίσκεται στραγγαλισμένο σε μια αυλή σχολείου και οι συνθήκες θανάτου του μοιάζουν με τη δολοφονία ενός συνομήλικου κοριτσιού έναν χρόνο πριν. Τι συμβολίζει η θήκη κινητού με τη μορφή ενός κίτρινου αρκούδου που βρίσκεται κοντά στα παιδιά; Πόσο άσχημο συναίσθημα είναι να νιώθεις μόνος; Κι αν βρεθεί ο λάθος άνθρωπος που θα εμπιστευτείς για να γλυτώσεις από αυτό, ποιες θα είναι οι συνέπειες; Αλήθεια, τι κοινό έχουν η Ελένη και η Περσεφόνη της μυθολογίας και πώς μπορούν να ενωθούν οι φωνές τους σ� ένα θεατρικό έργο που θα αντικατοπτρίζει τη σημερινή θέση της γυναίκας στην κοινωνία; Το νέο μυθιστόρημα του Στέφανου Αλεξιάδη απαντάει σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα μέσα από μια ιστορία γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις.
Η δεύτερη υπόθεση που αναλαμβάνει η αστυνόμος Λουκία Θεοδοσίου είναι πιο δυνατή, πιο έντονη και πιο συναρπαστική από την πρώτη. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ� έναν δολοφόνο που έχει στοχοποιήσει δυστυχισμένα, απομονωμένα και μοναχικά έφηβα παιδιά που δε βρίσκουν ανθρώπους να τα κατανοήσουν, οπότε καταφέρνει να μπει στις ζωές τους, να τα δελεάσει και στο τέλος να τα σκοτώσει. Ποιος κρύβεται πίσω από το προσωπείο του κίτρινου αρκούδου; Γιατί θέλει να σκοτώσει αυτά τα παιδιά; Ποια είναι τα κίνητρά του; Ο Μάρκος Παναγάκης που μόλις έφτασε στην πόλη με τον καθηγητή πατέρα του θα είναι ο επόμενος στόχος του και τότε� Η γραφή έχει βελτιωθεί κατά πολύ συγκριτικά με το προηγούμενο μυθιστόρημα, έχει πλοκή που κλιμακώνεται σταδιακά, έχει αναπάντητα ερωτηματικά που απαντώνται όταν πρέπει, έχει παιχνίδια με το μυαλό του αναγνώστη, έχει λέξεις-κλειδιά που φωτίζουν συγκεκριμένα πρόσωπα ρίχνοντάς τους τις υποψίες μόνο και μόνο για να στραφεί αλλού η προσοχή αργότερα και πολλά άλλα θετικά χαρακτηριστικά που ομολογώ ότι με κράτησαν σε ένταση και σε αγωνία ως το λυτρωτικό τέλος.
Ο φιλόλογος Ηλίας Παναγάκης προσπαθεί να συνέλθει μετά τον θάνατο της γυναίκας του σε τροχαίο τέσσερα χρόνια πριν, ένα περιστατικό για το οποίο κατηγορεί τον εαυτό του. Ο γιος του, Μάρκος, μαθητής γυμνασίου, δε χάνει ευκαιρία να μοιραστεί την ίδια άποψη και να τον θεωρεί υπαίτιο για το τραγικό συμβάν. Η σχέση τους είναι πάντα στην κόψη του ξυραφιού κι έτσι ο Ηλίας αποφασίζει πως το καλύτερο είναι να φύγουν μακριά από όλα αυτά, με αποτέλεσμα να δεχτεί τη μετάθεση στην Κομοτηνή. Ο Μάρκος κάνει αποτυχημένες προσπάθειες να μείνει στη Θεσσαλονίκη με τη θεία του, Κυβέλη και κατηγορεί τον πατέρα του ότι αποφασίζει χωρίς να τον ρωτήσει, χωρίς να καταλάβει τις επιθυμίες του και τον δικό του ψυχικό κόσμο. Τον λοιδωρεί ότι έχει ξεχάσει να κάνει διάλογο μετά τον θάνατο της μαμάς κι αυτό πληγώνει τον Ηλία. Ο Ηλίας σπούδασε στην Κομοτηνή και την αγάπησε βαθιά, θα του κάνει όμως καλό, αποφεύγοντας δυσάρεστες αναμνήσεις, να γυρίσει εκεί; Η Κομοτηνή είναι πόλος έλξης για τους νέους κι ο Ηλίας είναι σίγουρος πως έκανε την καλύτερη επιλογή για τον γιο του. «Θέλει να φανεί αντάξιος της πόλης. Τόσα του έδωσε εκείνη στα φοιτητικά του χρόνια. Πρέπει τρόπον τινά να της το αντιγυρίσει. Της το χρωστάει» (σελ. 63). Από την άλλη όμως ο εσωστρεφής, κλειστός και ευαίσθητος Μάρκος, καταφεύγει σε μια εφαρμογή γνωριμιών κι ενώ σταδιακά νιώθουν πατέρας και γιος πως έρχονται κοντά, ο μεν Μάρκος αφοσιώνεται στο άγνωστο κορίτσι που του μιλάει, ο δε Ηλίας βυθίζεται στα βιβλία του, προετοιμαζόμενος για τη σχολική χρονιά.
Ταυτόχρονα, στο ημερολόγιό της, μια κοπέλα καταγράφει τις επαφές της μ� έναν γοητευτικό ψηλό άντρα που μοιάζει με τον μπαμπά της, έναν άνθρωπο πάντα πρόθυμο να της δώσει σημασία και προσοχή, με αποτέλεσμα το κορίτσι να τον ερωτευτεί: «Είναι καλός μαζί μου και είμαι σίγουρη ότι δεν θα με ανάγκαζε να βάλω διπλή στρώση μέικ απ ποτέ» (σελ. 61). Καταγράφει την καθημερινότητά της με μια αλκοολική μαμά κι έναν αδιάφορο κακοποιητικό πατέρα που αναγκάζει τη μητέρα της να βάζει πάντα μέικ απ για να καλύψει τις μελανιές: «Θέλω να τους δικαιολογήσω και τους δύο αλλά δεν ξέρω αν το θέλουν κι αυτοί. Δεν νομίζω ότι με παρατηρούν» (σελ.40). Όπως τα ρήματα στη γλώσσα, έτσι κι εκείνη χωρίζει τη ζωή της σε παθητική και ενεργητική, οι γονείς της ενεργούν, πάντα κάτι κάνουν και την πληγώνουν, εκείνη μονίμως παθαίνει. Και: «…� φόβος βρωμάει. Έχει μια μυρωδιά που σε κάνει να θες ν� ανοίξεις την πόρτα και ν� αρχίσεις να τρέχεις μακριά» (σελ. 118). Σταδιακά όμως διαπιστώνουμε πως η γράφουσα αρχίζει να γίνεται πιο απότομη, απαιτητική, σαρκαστική και τα πάντα αλλάζουν όταν συμβαίνει μια μεγάλη ανατροπή στη ζωή της. Επίσης, ποιος είναι ο άγνωστος που θέλει να τον φοβούνται και όχι να τον λυπούνται; Ποιος θέλει ν� ασκήσει τη μεγαλύτερη βία πάνω στους άλλους; Ποιος μπορεί να φέρει το φως, ποιος είναι το ίδιο το φως;
Την περίοδο που ο Ηλίας και ο Μάρκος φτάνουν στην πολυπολιτισμική Κομοτηνή, διαπράττεται το δεύτερο έγκλημα, με θύμα ένα έφηβο αγόρι. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Νικήτας Αδαμάκης, κατά παράκληση του διοικητή του, Σωτήρη Δέλκου. Ο Αδαμάκης είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που επιτέλους κατάφερε να μείνει έγκυος και προσπαθεί τώρα να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις της δουλειάς του με την ηρεμία που χρειάζεται η σύζυγός του για να μην αποβάλλει ξανά. Η άφιξη του Ηλία, φίλου του από τα φοιτητικά τους χρόνια, τον γεμίζει χαρά ενώ φτάνει κλιμάκιο από τη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής την αστυνόμο Λουκία Θεοδοσίου για να βοηθήσει στις έρευνες. Επίσης, η θεατρολόγος-φιλόλογος Θάλεια Παναγάκη συγκροτεί μια θεατρική ομάδα στο σχολείο του Μάρκου και βοηθάει τον νεαρό να ανοιχτεί και να κάνει καινούργιες γνωριμίες, δουλεύοντας σκληρά για να τον απομακρύνει από το κινητό του, όπου η άγνωστη συνομιλήτριά του προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και ταυτόχρονα να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Η παράσταση είναι ένας συγκερασμός των ιστοριών της Περσεφόνης και της Ωραίας Ελένης, γυναικών που δεν αντέδρασαν στην απαγωγή τους είτε γιατί ήθελαν είτε γιατί είχαν μάθει να υποκύπτουν στη θέληση των αντρών, οπότε τι μήνυμα θέλει να περάσει η Παναγάκη με αυτήν την παράσταση και πώς δένει με την υπόλοιπη πλοκή;
Στο κείμενο έχουμε εναλλακτικές μορφές αφήγησης που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον: τριτοπρόσωπη, με χρήση κυρίως ενεστώτα διαρκείας και όχι αφηγηματικού αορίστου και πρωτοπρόσωπη (ημερολόγιο) ενώ με κάποια πρωθύστερα επιστρέφουμε έναν χρόνο πίσω για να δούμε τι συνέβη με το πρώτο θύμα και πώς χειρίστηκε την υπόθεση ο Αδαμάκης. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει σωστά τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου, σχεδιάζει προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να μπει στη ζωή ενός ευάλωτου εφήβου και αφήνει λίγο στην άκρη τη Θεοδοσίου, επικεντρώνοντας την εξιστόρηση στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Αυτές οι παράλληλες αφηγήσεις κλιμακώνονται σταδιακά μεγαλώνοντας την ένταση και το σασπένς και αυξάνοντας την αγωνία για το τι θα συμβεί στον Μάρκο, όσο αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο άγνωστος πίσω από τη θήκη με τον κίτρινο αρκούδο και τι πραγματικά συνδέει τα θύματα. Φράσεις με διττή σημασία, λέξεις-κλειδιά σε στρατηγικά τοποθετημένα σημεία του κειμένου που υποτίθεται ότι φωτογραφίζουν τον ένοχο αλλά στην πραγματικότητα παίζουν με το μυαλό του αναγνώστη και άλλα «παιχνίδια» που οδηγούν όμως σε λογική και όχι εκβεβιασμένη ή από μηχανής λύση είναι μερικά από τα θετικά γνωρίσματα ενός κειμένου που με ταξίδεψε στη σκοτεινή πλευρά της Κομοτηνής και της ανθρώπινης ψυχής όταν στερείται φροντίδας κα προσοχής.
Το »Και εγένετο φως» είναι ένα γρήγορο και δυνατό μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό θέμα τη σημασία της επικοινωνίας γονιών-παιδιών και την ποιότητα της εκπαίδευσης στα σχολεία. Χωρίς να στηλιτεύει και χωρίς να κατηγορεί, ο συγγραφέας αφήνει τις εξελίξεις να δείξουν από μόνες τους τις συνέπειες από την έλλειψη επικοινωνίας σε μια οικογένεια, τις ανάγκες που σχηματίζονται στις ευαίσθητες ψυχές των εφήβων και πόσο τεταμένες πρέπει να είναι οι κεραίες των γονέων για να αντιληφθούν και την παραμικρή αλλαγή. Οι γονείς έχουν καθήκον να συζητήσουν και να βοηθήσουν, όχι να κριτικάρουν ούτε να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Έτσι πρέπει να γίνεται και στο σχολείο, όπου δυστυχώς ελάχιστοι καθηγητές έχουν φως, έμπνευση, μεταδοτικότητα κα ακόμη πιο λίγοι προσέχουν και νοιάζονται τους μαθητές τους. Αυτήν την προβληματική ή ελλιπή σχέση εκμεταλλεύονται άτομα που θέλουν να κάνουν κακό και σε ακραίες περιπτώσεις φτάνουμε στα γεγονότα του μυθιστορήματος. Ένα βιβλίο με καλοδουλεμένη και σφιχτοδεμένη πλοκή γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις.
Πρώτη δημοσίευση στο site μου:
Η δεύτερη υπόθεση που αναλαμβάνει η αστυνόμος Λουκία Θεοδοσίου είναι πιο δυνατή, πιο έντονη και πιο συναρπαστική από την πρώτη. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ� έναν δολοφόνο που έχει στοχοποιήσει δυστυχισμένα, απομονωμένα και μοναχικά έφηβα παιδιά που δε βρίσκουν ανθρώπους να τα κατανοήσουν, οπότε καταφέρνει να μπει στις ζωές τους, να τα δελεάσει και στο τέλος να τα σκοτώσει. Ποιος κρύβεται πίσω από το προσωπείο του κίτρινου αρκούδου; Γιατί θέλει να σκοτώσει αυτά τα παιδιά; Ποια είναι τα κίνητρά του; Ο Μάρκος Παναγάκης που μόλις έφτασε στην πόλη με τον καθηγητή πατέρα του θα είναι ο επόμενος στόχος του και τότε� Η γραφή έχει βελτιωθεί κατά πολύ συγκριτικά με το προηγούμενο μυθιστόρημα, έχει πλοκή που κλιμακώνεται σταδιακά, έχει αναπάντητα ερωτηματικά που απαντώνται όταν πρέπει, έχει παιχνίδια με το μυαλό του αναγνώστη, έχει λέξεις-κλειδιά που φωτίζουν συγκεκριμένα πρόσωπα ρίχνοντάς τους τις υποψίες μόνο και μόνο για να στραφεί αλλού η προσοχή αργότερα και πολλά άλλα θετικά χαρακτηριστικά που ομολογώ ότι με κράτησαν σε ένταση και σε αγωνία ως το λυτρωτικό τέλος.
Ο φιλόλογος Ηλίας Παναγάκης προσπαθεί να συνέλθει μετά τον θάνατο της γυναίκας του σε τροχαίο τέσσερα χρόνια πριν, ένα περιστατικό για το οποίο κατηγορεί τον εαυτό του. Ο γιος του, Μάρκος, μαθητής γυμνασίου, δε χάνει ευκαιρία να μοιραστεί την ίδια άποψη και να τον θεωρεί υπαίτιο για το τραγικό συμβάν. Η σχέση τους είναι πάντα στην κόψη του ξυραφιού κι έτσι ο Ηλίας αποφασίζει πως το καλύτερο είναι να φύγουν μακριά από όλα αυτά, με αποτέλεσμα να δεχτεί τη μετάθεση στην Κομοτηνή. Ο Μάρκος κάνει αποτυχημένες προσπάθειες να μείνει στη Θεσσαλονίκη με τη θεία του, Κυβέλη και κατηγορεί τον πατέρα του ότι αποφασίζει χωρίς να τον ρωτήσει, χωρίς να καταλάβει τις επιθυμίες του και τον δικό του ψυχικό κόσμο. Τον λοιδωρεί ότι έχει ξεχάσει να κάνει διάλογο μετά τον θάνατο της μαμάς κι αυτό πληγώνει τον Ηλία. Ο Ηλίας σπούδασε στην Κομοτηνή και την αγάπησε βαθιά, θα του κάνει όμως καλό, αποφεύγοντας δυσάρεστες αναμνήσεις, να γυρίσει εκεί; Η Κομοτηνή είναι πόλος έλξης για τους νέους κι ο Ηλίας είναι σίγουρος πως έκανε την καλύτερη επιλογή για τον γιο του. «Θέλει να φανεί αντάξιος της πόλης. Τόσα του έδωσε εκείνη στα φοιτητικά του χρόνια. Πρέπει τρόπον τινά να της το αντιγυρίσει. Της το χρωστάει» (σελ. 63). Από την άλλη όμως ο εσωστρεφής, κλειστός και ευαίσθητος Μάρκος, καταφεύγει σε μια εφαρμογή γνωριμιών κι ενώ σταδιακά νιώθουν πατέρας και γιος πως έρχονται κοντά, ο μεν Μάρκος αφοσιώνεται στο άγνωστο κορίτσι που του μιλάει, ο δε Ηλίας βυθίζεται στα βιβλία του, προετοιμαζόμενος για τη σχολική χρονιά.
Ταυτόχρονα, στο ημερολόγιό της, μια κοπέλα καταγράφει τις επαφές της μ� έναν γοητευτικό ψηλό άντρα που μοιάζει με τον μπαμπά της, έναν άνθρωπο πάντα πρόθυμο να της δώσει σημασία και προσοχή, με αποτέλεσμα το κορίτσι να τον ερωτευτεί: «Είναι καλός μαζί μου και είμαι σίγουρη ότι δεν θα με ανάγκαζε να βάλω διπλή στρώση μέικ απ ποτέ» (σελ. 61). Καταγράφει την καθημερινότητά της με μια αλκοολική μαμά κι έναν αδιάφορο κακοποιητικό πατέρα που αναγκάζει τη μητέρα της να βάζει πάντα μέικ απ για να καλύψει τις μελανιές: «Θέλω να τους δικαιολογήσω και τους δύο αλλά δεν ξέρω αν το θέλουν κι αυτοί. Δεν νομίζω ότι με παρατηρούν» (σελ.40). Όπως τα ρήματα στη γλώσσα, έτσι κι εκείνη χωρίζει τη ζωή της σε παθητική και ενεργητική, οι γονείς της ενεργούν, πάντα κάτι κάνουν και την πληγώνουν, εκείνη μονίμως παθαίνει. Και: «…� φόβος βρωμάει. Έχει μια μυρωδιά που σε κάνει να θες ν� ανοίξεις την πόρτα και ν� αρχίσεις να τρέχεις μακριά» (σελ. 118). Σταδιακά όμως διαπιστώνουμε πως η γράφουσα αρχίζει να γίνεται πιο απότομη, απαιτητική, σαρκαστική και τα πάντα αλλάζουν όταν συμβαίνει μια μεγάλη ανατροπή στη ζωή της. Επίσης, ποιος είναι ο άγνωστος που θέλει να τον φοβούνται και όχι να τον λυπούνται; Ποιος θέλει ν� ασκήσει τη μεγαλύτερη βία πάνω στους άλλους; Ποιος μπορεί να φέρει το φως, ποιος είναι το ίδιο το φως;
Την περίοδο που ο Ηλίας και ο Μάρκος φτάνουν στην πολυπολιτισμική Κομοτηνή, διαπράττεται το δεύτερο έγκλημα, με θύμα ένα έφηβο αγόρι. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Νικήτας Αδαμάκης, κατά παράκληση του διοικητή του, Σωτήρη Δέλκου. Ο Αδαμάκης είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που επιτέλους κατάφερε να μείνει έγκυος και προσπαθεί τώρα να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις της δουλειάς του με την ηρεμία που χρειάζεται η σύζυγός του για να μην αποβάλλει ξανά. Η άφιξη του Ηλία, φίλου του από τα φοιτητικά τους χρόνια, τον γεμίζει χαρά ενώ φτάνει κλιμάκιο από τη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής την αστυνόμο Λουκία Θεοδοσίου για να βοηθήσει στις έρευνες. Επίσης, η θεατρολόγος-φιλόλογος Θάλεια Παναγάκη συγκροτεί μια θεατρική ομάδα στο σχολείο του Μάρκου και βοηθάει τον νεαρό να ανοιχτεί και να κάνει καινούργιες γνωριμίες, δουλεύοντας σκληρά για να τον απομακρύνει από το κινητό του, όπου η άγνωστη συνομιλήτριά του προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και ταυτόχρονα να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Η παράσταση είναι ένας συγκερασμός των ιστοριών της Περσεφόνης και της Ωραίας Ελένης, γυναικών που δεν αντέδρασαν στην απαγωγή τους είτε γιατί ήθελαν είτε γιατί είχαν μάθει να υποκύπτουν στη θέληση των αντρών, οπότε τι μήνυμα θέλει να περάσει η Παναγάκη με αυτήν την παράσταση και πώς δένει με την υπόλοιπη πλοκή;
Στο κείμενο έχουμε εναλλακτικές μορφές αφήγησης που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον: τριτοπρόσωπη, με χρήση κυρίως ενεστώτα διαρκείας και όχι αφηγηματικού αορίστου και πρωτοπρόσωπη (ημερολόγιο) ενώ με κάποια πρωθύστερα επιστρέφουμε έναν χρόνο πίσω για να δούμε τι συνέβη με το πρώτο θύμα και πώς χειρίστηκε την υπόθεση ο Αδαμάκης. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει σωστά τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου, σχεδιάζει προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να μπει στη ζωή ενός ευάλωτου εφήβου και αφήνει λίγο στην άκρη τη Θεοδοσίου, επικεντρώνοντας την εξιστόρηση στους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Αυτές οι παράλληλες αφηγήσεις κλιμακώνονται σταδιακά μεγαλώνοντας την ένταση και το σασπένς και αυξάνοντας την αγωνία για το τι θα συμβεί στον Μάρκο, όσο αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο άγνωστος πίσω από τη θήκη με τον κίτρινο αρκούδο και τι πραγματικά συνδέει τα θύματα. Φράσεις με διττή σημασία, λέξεις-κλειδιά σε στρατηγικά τοποθετημένα σημεία του κειμένου που υποτίθεται ότι φωτογραφίζουν τον ένοχο αλλά στην πραγματικότητα παίζουν με το μυαλό του αναγνώστη και άλλα «παιχνίδια» που οδηγούν όμως σε λογική και όχι εκβεβιασμένη ή από μηχανής λύση είναι μερικά από τα θετικά γνωρίσματα ενός κειμένου που με ταξίδεψε στη σκοτεινή πλευρά της Κομοτηνής και της ανθρώπινης ψυχής όταν στερείται φροντίδας κα προσοχής.
Το »Και εγένετο φως» είναι ένα γρήγορο και δυνατό μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό θέμα τη σημασία της επικοινωνίας γονιών-παιδιών και την ποιότητα της εκπαίδευσης στα σχολεία. Χωρίς να στηλιτεύει και χωρίς να κατηγορεί, ο συγγραφέας αφήνει τις εξελίξεις να δείξουν από μόνες τους τις συνέπειες από την έλλειψη επικοινωνίας σε μια οικογένεια, τις ανάγκες που σχηματίζονται στις ευαίσθητες ψυχές των εφήβων και πόσο τεταμένες πρέπει να είναι οι κεραίες των γονέων για να αντιληφθούν και την παραμικρή αλλαγή. Οι γονείς έχουν καθήκον να συζητήσουν και να βοηθήσουν, όχι να κριτικάρουν ούτε να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Έτσι πρέπει να γίνεται και στο σχολείο, όπου δυστυχώς ελάχιστοι καθηγητές έχουν φως, έμπνευση, μεταδοτικότητα κα ακόμη πιο λίγοι προσέχουν και νοιάζονται τους μαθητές τους. Αυτήν την προβληματική ή ελλιπή σχέση εκμεταλλεύονται άτομα που θέλουν να κάνουν κακό και σε ακραίες περιπτώσεις φτάνουμε στα γεγονότα του μυθιστορήματος. Ένα βιβλίο με καλοδουλεμένη και σφιχτοδεμένη πλοκή γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις.
Πρώτη δημοσίευση στο site μου:
Sign into ŷ to see if any of your friends have read
Και εγένετο φως.
Sign In »
Reading Progress
Started Reading
March 2, 2025
– Shelved
March 2, 2025
–
Finished Reading