Το είχα διαβάσει μικρός και είχα συγκλονιστεί, τώρα που το ξαναδιάβασα μεγαλύτερος κατάφερε να με συγκινήσει ξανά. Η ιστορία της Θέκλας και του Αλέξιου, που θυσιάζεται χωρίς κανένα δισταγμό για να επιτύχει η αποστολή του, είναι από τις πιο δυνατές και φορτισμένες που έχω διαβάσει.
Η γραφή της Πηνελόπης Δέλτα είναι εξαιρετική, γνωρίζει πολλά για την εποχή που έχει επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία της και αυτό φαίνεται μέσα στο έργο. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που καταφέρνει να σε μεταφέρει νοερά στην εποχή όπου εκτυλίσσεται και αυτό είναι επιτυχία της συγγραφέως. Ένα ακόμα συν του βιβλίου είναι το συνοπτικό του μέγεθος, καταφέρνει να μεταφέρει το μήνυμα του, να αφηγηθεί την ιστορία του μέσα σε λίγες σελίδες, χωρίς να πλατειάζει καθόλου.
(view spoiler)[Κεφ. 1: Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τον Βούλγαρο Σαμουήλ, σκοτώνεται ο μάγιστρος Γρηγόριος Ταρωνίτης, ενώ αιχμαλωτίζονται ο γιος του, Ασώτης, και ο παιδικός του φίλος, Αλέξιος Αργυρός. Ο Σαμουήλ λεηλατεί την Ελλάδα, όταν ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος στέλνει τον Νικηφόρο Ουρανό να τον εμποδίσει. Ο Σαμουήλ ανεβαίνει τον ισθμό και σταματά στον Σπερχειό ποταμό. Ο Ουρανός βρίσκει πέρασμα και κατακεραυνώνει τους Βουλγάρους ενώ κοιμούνται. Ο Σαμουήλ και ο γιος του Ρωμανός, επιστρέφουν μόνοι τους στην Ήπειρο.
Κεφ. 2: Ο Ασώτης και ο Αλέξιος είναι αιχμάλωτοι στην Αχρίδα, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας. Η θέση τους δεν είναι άσχημη, όμως τους κατακαίει ο πόθος της επιστροφής στη βυζαντινή επικράτεια. Ο Ασώτης θέλει να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι του πατέρα του· ο Αλέξιος του λέει ότι ο θάνατός του πρέπει να έχει κάποιο όφελος. Φτάνουν νέα ότι ο Σαμουήλ έχει νικήσει στον Σπερχειό, όλοι είναι χαρούμενοι εκτός από αυτούς. Η βασιλοπούλα Μιροσλάβα το παρατηρεί και τους ρωτάει· αυτοί της λένε ότι είναι δυστυχισμένοι με τα νέα και θέλουν να φύγουν. Η Μιροσλάβα τους απαντάει ότι κι αυτηνής η μητέρα ήταν Ελληνίδα, τους συμπονά, όμως δεν μπορεί να τους αφήσει έτσι να φύγουν. Οι δύο αιχμάλωτοι αποφασίζουν να δραπετεύσουν την ίδια νύχτα.
Κεφ. 3: Οι δυο φίλοι επιχειρούν να αποδράσουν, αφού όλοι οι φρουροί γλεντάνε την υποτιθέμενη νίκη του Σαμουήλ. Στο δρόμο ακούνε βήματα, τελικά πέφτουν πάνω σε δυο Βούλγαρους, τον Σαμουήλ και τον γιο του Ρωμανό, που επιστρέφουν. Παλεύουν μεταξύ τους αλλά η Μιροσλάβα τους χωρίζει και εξηγεί στον πατέρα της ότι αυτοί είναι οι συνοδοί της. Ο Σαμουήλ τους λέει ότι χάσανε την μάχη. Οι δυο αιχμάλωτοι επιστρέφουν στην κάμαρά τους, όμως ο Αλέξιος έχει πλέον ελπίδες, αφού η βασιλοπούλα δεν τους πρόδωσε.
Κεφ 4: Ο Σαμουήλ θέλει ειρήνη με το Βυζάντιο και για να το επιβεβαιώσει αυτό παντρεύει την κόρη του με τον Ασώτη, τον οποίο διορίζει στρατηγό στο Δυρράχιο. Αργότερα όμως αλλάζει γνώμη και αρχίζει πάλι τις εχθροπραξίες στη Μακεδονία. Μετά από αυτό ο Ασώτης θέλει να φύγει μαζί με τον Αλέξιο. Το λέει στη γυναίκα του, η οποία του απαντά ότι θα τον ακολουθήσει όπου κι αν πάει. Συνεννοούνται μυστικά με τον πιστό στον Βουλγαροκτόνο, μεγιστάνα του Δυρραχίου, Χρυσήλιο, να παραδώσουν την πόλη στους Βυζαντινούς. Ο Χρυσήλιος δίνει το δαχτυλίδι του στον Ασώτη και αυτός μαζί με τη γυναίκα του και τον Αλέξιο επιβιβάζονται σε πλοίο που θα τους μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη.
Κεφ. 5: Στο παλάτι τους υποδέχονται εγκάρδια και τους αποδίδουν τιμές και αξιώματα. Ο Αλέξιος ερωτεύεται μια κοπέλα στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας Ελένης, συζύγου του συμβασιλέα Κωνσταντίνου Η�. Το όνομα της είναι Θέκλα από το Γαλαξείδι και είναι ορφανή, αφού έχασε στην πολιορκία της πόλης από τους Βούλγαρους, τον αδερφό της, Χαραλάμπη και σώθηκε από θαύμα. Εκείνη τον ερωτεύεται επίσης και αρραβωνιάζονται. Ο Βασίλειος καλεί τον Αλέξιο και του αναθέτει την αποστολή να ειδοποιήσει τον Χρυσήλιο για την έλευση του βυζαντινού στόλου. Του δίνει ένα γράμμα.
Κεφ. 6: Πριν αναχωρήσει για το ταξίδι ο Αλέξιος θέλει να παντρευτεί. Η Θέκλα συμφωνεί αλλά θέλει να φύγει και μαζί του. Αυτός δεν πείθεται. Εκείνη πηγαίνει στην αυτοκράτειρα Ελένη και την παρακαλεί να δώσει τη συγκατάθεσή της για να φύγει μαζί του. Ο γάμος τελείται με τον Ασώτη παρόντα, που δίνει το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου στον φίλο του. Στο δρόμωνα που θα μεταφέρει τον Αλέξιο στη Θεσσαλονίκη, ο Αλέξιος ανακαλύπτει ότι είναι και η γυναίκα του μαζί, με εντολή της αυτοκράτειρας.
Κεφ. 7: Όταν φτάνουν στη Θεσσαλονίκη ο Αλέξιος και η γυναίκα του ντύνονται πραματευτής και παραγιός και ξεκινάνε το ταξίδι τους στην Εγνατία οδό. Τα πράγματα φαίνονται ήσυχα και δεν συναντούν Βουλγάρους. Βρίσκουν καταφύγιο για τη νύχτα σε ένα πανδοχείο και πηγαίνουν να φάνε στην τραπεζαρία. Εκεί γίνεται μεγάλη οχλαγωγία μέχρι που ακούγονται ποδοβολητά αλόγων και παραγγέλματα. Όλοι πηγαίνουν να δουν εκτός από έναν καλόγερο που τρώει ψωμί κι ελιές.
Κεφ. 8: Είναι ένα στρατιωτικό σώμα. Ο αξιωματικός διατάζει τον ξενοδόχο να του δείξει όσους δεν ξέρει. Αυτός υποδεικνύει τον Αλέξιο με τον παραγιό του και τον καλόγερο. Ο καλόγερος του δείχνει τα χαρτιά της μονής της Αγίας Λαύρας και ο Αλέξιος με τρόπο του δείχνει το αυτοκρατορικό έγγραφο. Ο καλόγερος ρίχνει το μαχαίρι του για να δει το έγγραφο αλλά η Θέκλα μπαίνει μπρος του, τάχα για να το πιάσει. Η Θέκλα λέει στον άντρα της για την πονηριά που είχαν τα μάτια του καλόγερου. Ο αξιωματικός τους επισκέπτεται στο δωμάτιο τους, είναι Έλληνας, και προειδοποιεί τον Αλέξιο για τους κινδύνους του δρόμου. Την επόμενη μέρα τους συνοδεύει για λίγο και μετά οι δυο τους συνεχίζουν μόνοι.
Κεφ. 9: Στο δρόμο, ενώ ακολουθούνε τον ήλιο που δύει, λύκοι τρώνε τα άλογά τους ενώ οι ίδιοι κοιμόντουσαν σε μια κουφάλα δέντρου. Ο Αλέξιος αντιλαμβάνεται πως είχαν χαθεί και βρίσκει ξανά το σωστό δρόμο. Φτάνουν στη λίμνη της Πρέσπας και βρίσκουν καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Ο Αλέξιος λέει στον ηγούμενο ότι είναι πραματευτής από το Βουτέλιο, αλλά αυτός αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να μην πήρανε την Εγνατία οδό, δεν φαίνεται να τον πολυπιστεύει, αλλά δίνει εντολή να τους προμηθεύσουν με άλογα την επόμενη μέρα.
Κεφ. 10: Ο Αλέξιος αποκαλύπτει στον ηγούμενο ότι είναι Έλληνας και η συνομιλία τους γίνεται πιο εγκάρδια. Ο ηγούμενος τους λέει για τον πάτερ Παφνούτιο και εκείνοι του απαντάνε ότι τον είδα, όμως όταν τους λέει για τη μακριά λευκή γενειάδα του, ο Αλέξιος του απαντά ότι είχε μαύρα γένια και ήταν νέος. Ο ηγούμενος καταλαβαίνει ότι κάτι άσχημο συνέβη στον καλόγερο. Τους δίνει για οδηγό έναν καλόγερο, που τους δίνει ένα γράμμα για τη μητέρα του Άννα και τον πατέρα του, τον Παγράτη τον δεσμοφύλακα της Σκάμπας. Όταν τους αφήνει αντιλαμβάνονται κάποιο μαύρο ράσο να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. Περνάνε από ένα ακόμη μοναστήρι, τους δίνουν για οδηγό έναν βρώμικο τσοπάνη με κρυμμένο πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά. Η Θέκλα κάπου τον έχει ξαναδεί όμως δεν θυμάται που. Ο οδηγός τους εγκαταλείπει στα μισά του δρόμου και ο Αλέξιος αποφασίζει για καλό και για κακό να μην πάνε στη Σκάμπα.
Κεφ. 11: Στο δάσος προσπαθώντας να βρουν ένα καταφύγιο, ακούνε φωνές από έναν βράχο. Είναι ο οδηγός με τον ψευτοκαλόγερο, που λέγεται Μπόρις. Ο Μπόρις έχει καταλάβει ότι το έγγραφο είναι βασιλικό από τη συμπεριφορά του εκατόνταρχου κι ας μην είδε τη σφραγίδα. Σχεδιάζουν πως να τους σκοτώσουν, όταν όμως βγαίνουν από τη σπηλιά ρίχνεται πάνω τους ο Αλέξιος και σκοτώνει πρώτα τον τσοπάνη και μετά τον ψευτοκαλόγερο, ρίχνοντας τον σε ένα βάραθρο. Για κακή του τύχη όμως τον έχει αντιληφθεί μια βουλγάρικη περίπολος. Διώχνει τη Θέκλα μακριά για να μην την πιάσουν κι αυτήν. Τον συλλαμβάνουν και δεν απαντά στις ερωτήσεις του Βούλγαρου αξιωματικού. Τον θεωρούν κλέφτη και τον πάνε στη Σκάμπα.
Κεφ. 12: Η Θέκλα έχει απομείνει μόνη ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Είναι απαρηγόρητη αλλά θυμάται το γράμμα του καλόγερου. Παίρνει το ένα άλογο και πηγαίνει στο σπίτι του δεσμοφύλακα στη Σκάμπα. Ο Παγράτης είναι νευριασμένος επειδή τον ξύπνησαν για να του φέρουν τον Αλέξιο, αλλά μόλις η Θέκλα του λέει για το γράμμα του γιου του την καλοδέχεται, μαζί τη με τη γυναίκα του. Η Θέκλα ξεσπά σε κλάματα, λιποθυμά και φανερώνεται ότι είναι γυναίκα. Τους αποκαλύπτει ότι είναι Έλληνες σε διατεταγμένη αποστολή του αυτοκράτορα και ότι ο άντρας της δεν είναι κλέφτης.
Κεφ. 13: Ο Αλέξιος είναι μέσα στη φυλακή και ξέρει την τύχη του. Ακούει βήματα και νομίζει ότι ο βασανισμός του θα ξεκινήσει. Είναι όμως η γυναίκα του, η Θέκλα. Του εξηγεί το σχέδιο που κατάστρωσε ο Παγράτης, να τον ντύσουν γυναίκα και να δραπετεύσουν μαζί. Εκείνος την εξηγεί ότι το σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, αφού θα τους πιάσουν αργά ή γρήγορα, ενώ εκείνη μόνη μπορεί σίγουρα να πάει στο Δυρράχιο και να τελειώσει την αποστολή του. Όταν βλέπει ότι η γυναίκα του δεν πρόκειται να τον αφήσει, μπήγει στο στήθος του το μαχαίρι του φίλου του. Η Θέκλα του ορκίζεται ότι θα ολοκληρώσει την αποστολή και ο Αλέξιος πεθαίνει.
Κεφ. 14: Ο Παγράτης επιστρέφει μαζί με τη Θέκλα στο σπίτι του. Εξηγεί στη γυναίκα του τι έγινε και κλαίνε και οι δυο. Η Θέκλα στη αρχή είναι χαμένη και δεν ανταποκρίνεται. Ο δεσμοφύλακας θάβει το παλικάρι στο περιβόλι του, κάτω από τον πλάτανο. Πηγαίνει εκεί μαζί με τη Θέκλα και έπειτα φεύγουν μαζί για το Δυρράχιο.
Κεφ. 15: Στο Δυρράχιο μαθαίνουν από τον ξενοδόχο ότι ο δυνάστης Χρυσήλιο πέθανε, κάτι που το επιβεβαιώνουν και από έναν περαστικό. Ο Παγράτης προτείνει στη Θέκλα να τα παρατήσουν και να γυρίσουν στη Σκάμπα, θα την έχουν σαν κόρη τους. Εκείνη του απαντάει ότι αν έκανε κάτι τέτοιο θα παράβαινε τον όρκο τον δικό της όσο και του άντρας της. Μαθαίνουν από έναν θαμώνα της ταβέρνας του ξενοδόχου ότι τώρα ηγεμονεύει ο γιος του Χρυσήλιου, Θεόδωρος και σε αυτόν πάνε.
Κεφ. 16: Στο παλάτι του Δυρραχίου οι δούλοι τους λένε να φύγουν μέχρι που τους διώχνει ο δεύτερος γιος του Χρυσήλιου. Η Θέκλα του δείχνει το δαχτυλίδι του πατέρα του, εκείνος το αναγνωρίζει, δεν ξέρει όμως τίποτα για τον σκοπό που το φέρνει η Θέκλα. Εκείνη αποθαρρημένη και περίλυπη, σκέφτεται τι πρέπει να κάνει τώρα. Τελικά πηγαίνουν στον Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο αδερφό του νέου, ο οποίος επίσης αναγνωρίζει το δαχτυλίδι αλλά ξέρει παράλληλα και τον σκοπό. Απορεί που βλέπει μια γυναίκα να του το φέρνει, η Θέκλα του απαντά ότι ο Αλέξιος κοιμάται στη Σκάμπα. Ο Θεόδωρος θα κρατήσει τον όρκο του πατέρα του και θα προλειάνει το έδαφος για να μπει ο βυζαντινός στόλος χωρίς αντίσταση και να παραλάβει την εξουσία της πόλης. Η Θέκλα θα παραμείνει στο παλάτι μέχρι την έλευση του στόλου.
Κεφ. 17: Όταν φθάνει ο βυζαντινός στόλος η Θέκλα παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος λυπάται που φεύγει. Ο Παγράτης επίσης. Η Θέκλα του αποκαλύπτει ότι δεν θα πάει στο παλάτι, αλλά στη μονή Στουδίου για να γίνει καλόγρια. Ο Παγράτης της λέει ότι πλήρωσαν ακριβά τη κατάκτηση του Δυρραχίου, η Θέκλα όμως του απαντά ότι τίποτα μεγάλο δεν γίνεται χωρίς θυσίες. Στην κουπαστή του πλοίου που τη μεταφέρει στη βασιλεύουσα η Θέκλα κοιτάζει τη γη της Ηπείρου, όπου κοιμάται ο αγαπημένος της και επαναλαμβάνει για την πατρίδα. Η κατάληψη του Δυρραχίου συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα του Σαμουήλ και στο να γίνει πάλι η Βουλγαρία βυζαντινή επαρχία. (hide spoiler)]