Αν και πρόκειται για το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο στην ιστορία της Κέυ Σκαρπέττα, το Αρπακτικό μπορεί με άνεση να σταθεί και μόνο του ως ανάγνωσμα. Οι πΑν και πρόκειται για το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο στην ιστορία της Κέυ Σκαρπέττα, το Αρπακτικό μπορεί με άνεση να σταθεί και μόνο του ως ανάγνωσμα. Οι πληροφορίες αποκαλύπτονται σταδιακά και με άνεση, ενώ όλες οι λεπτομέρειες για τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ χαρακτήρων επεξηγούνται εύγλωττα και με ομοιομορφία σε λίγες μόλις λέξεις μετά την πρώτη τους εμφάνιση. Οι χαρακτήρες είναι αληθινοί, στέκονται ως οντότητες, σου επιτρέπουν να τους ακολουθήσεις και σου απαγορεύουν να θρέψεις ανάμεικτα συναισθήματα προς το πρόσωπό τους. Είτε θα τους συμπαθήσεις, είτε θα τους αντιπαθήσεις. Εκεί φαίνεται και το ταλέντο της συγγραφέως, επειδή με στρατηγικούς χειρισμούς καθοδηγεί τον αναγνώστη προς την πλευρά που επιθυμεί εκείνη, και του δίνει την ευκαιία να τους ενατενίσει μέσα από τα δικά της μάτια, παρόλο που είναι η μητέρα, η δημιουργός. Η πλοκή εξελίσσεται ομαλά και με μια σταθερή, γλυκιά ταχύτητα, που επιτρέπει στον αναγνώστη να την ακολουθήσει με όρεξη και ενδιαφέρον για το τέλος. Η ροή είναι αξιοσημείωτα ομοιογενής και οι διάλογοι αξιοσημείωτα αληθινοί, ενώ οι περιγραφές είναι στεγνές μ' έναν όμορφο, απέριττο τρόπο. Το μόνο που δεν μου άρεσε ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα, είναι η έλλειψη κινήτρου από μέρους του δράστη. Γιατί συμπεριφέρθηκε μ' αυτόν τον τρόπο στους ανθρώπους που επέλεξε για να δολοφονήσει; Με ποιο κριτήριο τους διάλεξε ως θύματα, και γιατί απαιτούσε απ' αυτούς να του ζητήσουν συγγνώμη; Τα ερωτήματα αυτά δυστυχώς δεν απατώνται, τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα - αναγκάζεσαι να εικάσεις, και η εικασία είναι εχθρός του συγκεκριμένου, εν γένει του αστυνομικού μυθιστορήματος κατ' εμέ -, κι έτσι ένα κατά τ' άλλα εξαιρετικό βιβλίο χάνει στο τέλος αυτό που διαφορετικά θα το καθιστούσε μαγευτικό. Είναι ωστόσο ελαφρύ, ευανάγνωστο, και συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όσους αγαπούν το μυστήριο και τη νουάρ λογοτεχνία, αλλά που παράλληλα δεν έχουν πολύ υψηλές προσδοκίες από τις αναγνωστικές τους επιλογές....more
Μπορεί να θεωρείται από τα καλύτερα της Αγκάθα Κρίστι, όμως εν τέλει αυτό το βιβλίο δεν ήταν για ‘μέν�. Συνολικά δεν ήταν ένα κακό μυθιστόρημα, ούτε αΜπορεί να θεωρείται από τα καλύτερα της Αγκάθα Κρίστι, όμως εν τέλει αυτό το βιβλίο δεν ήταν για ‘μέν�. Συνολικά δεν ήταν ένα κακό μυθιστόρημα, ούτε από άποψη γραφής ούτε από πλευράς της ιστορίας, αν εξαιρέσουμε το πώς μονάχα δύο άτομα από τα δώδεκα που ενεπλάκησαν είχανε πραγματικό κίνητο για το έγκλημα, αλλά στο φινάλε δεν κατάφερε να με πείσει. Το τελείωσα με δυσκολία και δεν με κάλυψε. Θα ήθελα είτε τα κίνητρα των χαρακτήρων, εκτός φυσικά από των δύο άμεσα σχετιζόμενων, να ήτανε ισχυρότερα, είτε η σχέση τους με το έγκλημα για το οποίο εκδικούνταν να ήτανε πιο άμεση και πιο προσωπική. Από την άλλη, μ� αυτό εδώ γνώρισα τον Ηρακλή Πουαρό, και δυστυχώς τον βρήκα ανυπόφορο. Ο χειρισμός της ίδιας της συγγραφέως ήταν αδέξιος, δεδομένου ότι απλώς σκαρφιζόταν αφελείς και όχι ιδιαίτερα ευφυείς χαρακτήρες για να αναδείξει την μετριότητα του Πουαρό (που δεν τον λες και διάνοια από μόνο του, απλώς συγκριτικά με όλους τους υπόλοιπους φαντάζει κάπως περισσότερο εύστροφος), δίνοντας μια εντύπωση άγουρη και αντιπαθητική. Νομίζω ότι αυτός κι εγώ θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας εδώ, και θα προσποιηθούμε πως αυτή η γνωριμία δεν έγινε ποτέ....more
Ετούτο εδώ ήταν ένα πραγματικά καλό βιβλίο. Με εντυπωσίασαν η γραφή, που με μιαν απλότητα κι έναν κυνισμό απέδιδε πολύ γλαφυρά το κοινωνικοπολιτικό καΕτούτο εδώ ήταν ένα πραγματικά καλό βιβλίο. Με εντυπωσίασαν η γραφή, που με μιαν απλότητα κι έναν κυνισμό απέδιδε πολύ γλαφυρά το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς του μεσοπολεμικού Σπλιτ και τις αφελείς ελπίδες, τα κοντόφθαλμα σχέδια και τις μυωπικές ανησυχίες των χαρακτήρων, η σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών, που στην αρχή δίνει την εντύπωση μιας επιδερμικότητας αλλά στο τέλος της ιστορίας φαίνεται πόσο ολοκληρωμένη ήταν πραγματικά, και η λεπτή ειρωνεία που διατρέχει όλο το κείμενο και διαμορφώνει αυτό το καυστικό χιούμορ που έκανε για 'μένα την αφήγηση τόσο ελκυστική και τόσο ιδιαίτερη. Θα ψάξω περισσότερο την Alida Bremer, εν ολίγοις....more
Δεν μποώ να καταλάβω εάν απλώς η μετάφραση είναι πολύ κακή, ή εάν το κείμενο στην γηγενή του γλώσσα ήταν κακό εξ αρχής (με αποτέλεσμα η μετάφραση να Δεν μποώ να καταλάβω εάν απλώς η μετάφραση είναι πολύ κακή, ή εάν το κείμενο στην γηγενή του γλώσσα ήταν κακό εξ αρχής (με αποτέλεσμα η μετάφραση να προκύψει αναπόφευκτα έτσι όπως προέκυψε)–πάντως η πλοκή είναι σίγουρα τσαπατσούλικη, οι χαρακτήρες αψυχολόγητοι, οι όποιες ανατροπές κακοστημένες, και σχεδόν τίποτα απ� όσα συνέβησαν δεν έβγαλε νόημα σ� αυτό το βιβλίο.
(ερωτήσεις-σπόιλερ: (α) η κερατού, ας πάει στην ευχή, αγαπούσε τον σύζυγό της–άλλ� που δεν φαινόταν, αλλά λέμε τώρα–κα� δεν ήθελε να τον αφήσει· αυτός ο λεβέντης, όμως, που γκάστρωσε την άλλη πιτσιρίκα και τις μισές ημέρες ούτε που γυρνούσε πίσω στην κερατού γυναίκα του, γιατί δεν την χώριζε, μιας και δεν του καιγόταν καρφάκι γι� αυτήν, για να πάει να ζήσει με την άλλη του οικογένεια; (β) η κερατού ήξερε πως κάποιος ήταν μονίμως στο κατόπι της και απειλούσε να την δολοφονήσει, παρόλα αυτά το πιο δραστικό μέτρο που πήρε ήταν να εγκαταστήσει κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης στην ημιτελή αγροικία της στην μέση του πουθενά, καθιστώντας ακόμη πιο εύκολο στον διώκτη της να την βρει και να την κάνει κεμπάπ απ� ό,τι αν έμενε απλώς στην καταθλιπτική της σπιταρόνα στο κέντρο της πόλης–εν� γνώριζε πως κινδυνεύει;! (γ) ο δράστης εν τέλει γνώριζε προσωπικά την κερατού, και παρόλα αυτά μπήκε στον κόπο να απαγάγει δύο αδιάφορα σ� αυτήν παιδιά προτού περάσει στην «κυρίως επίθεση» (όποια κι αν ήταν αυτή, γιατί δεν την είδα). Ιδίως το υποτιθέμενο προσωπικό πλήγμα της δεύτερης απαγωγής τι αντίκτυπο είχε στην ζωή της κερατούς; Να καθαρίζει μόνη την σπιταρόνα της και να μαγειρεύει η ίδια το φαγητό της; (δ) Γιατί έγιναν καν όλα αυτά; Ποιο ήταν το νόημα;)
Γενικώς είχα καιρό να διαβάσω τόσο κακό βιβλίο....more
Ενώ γενικώς η γραφή της Emery Hayes δεν ήταν κακή (λιτή, σαφής, γρήγορη, προκαλούσε εύκολα την περιέργεια), εντούτοις δύο πράγματα μου έκαναν πολύ αρνΕνώ γενικώς η γραφή της Emery Hayes δεν ήταν κακή (λιτή, σαφής, γρήγορη, προκαλούσε εύκολα την περιέργεια), εντούτοις δύο πράγματα μου έκαναν πολύ αρνητική εντύπωση: πρώτον, έδινε πολλές πληροφορίες για την υπόθεση μέσω διαλόγου, ενώ αυτό σίγουρα δεν είναι το δυνατό της σημείο. Οι διάλογοί της από την αρχή μέχρι το τέλος δεν έχουν συνοχή, γίνονται λογικά και θεματικά άλματα που είναι αδύνατο να παρακολουθήσει ο αναγνώστης, και η πληροφορία χάνεται, εκτός ίσως από μικρές λεπτομέρειες που, αν μη τι άλλο, έτσι που δίνονται προκαλούν απλώς περισσότερη σύγχυση. Ιδίως σε συνδυασμό με το δεύτερο πρόβλημα του βιβλίου, το οποίο είναι τα πάρα πολλά ανοιχτά μέτωπα: η κυνηγημένη γυναίκα, το πτώμα στον πάγο, οι αγνοούμενοι συνοριοφύλακες, η διαφθορά στο τμήμα της συνοριοφυλακής που εξελίσσεται σε δύο επίπεδα (η διακίνηση ναρκωτικών και η εκμετάλλευση των προσφύγων παράλληλα με τις απόπειρες δύο συνοριοφυλάκων να αποκαλύψουν αυτή την δραστηριότητα), ένα δεύτερο πτώμα στην λίμνη, ένα τρίτο πτώμα στο δάσος όχι πολύ μακριά από τις όχθες, η έρευνα της εισαγγελίας και η έρευνα της σερίφη για την οικονομική κατάσταση αυτών που υποπτεύεται στην συνοριοφυλακή (αυτό το μέρος της πλοκής, μάλιστα, μένει ημιτελές). Η συγγραφέας προσπάθησε να διαχειριστεί όλα αυτά τα μέτωπα αλλά δεν τα κατάφερε πολύ καλά, εφόσον, μάλιστα, πολλή πληροφορία γνωστοποιήθηκε μέσω διαλόγου μεταξύ χαρακτήρων. Στο τέλος, δηλαδή, τα μέτωπα ξέφυγαν και συνέκλιναν αρκετά βιαστικά, μόνο για να τελειώσει το βιβλίο.
Δεν ήταν κακό βιβλίο, και σίγουρα είχε τις στιγμές του, απλώς δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό....more
I watched the first season of the TV series a couple of moons ago; and, severely traumatized as I was by the Warren Chambers / Napoleon subplot—which I watched the first season of the TV series a couple of moons ago; and, severely traumatized as I was by the Warren Chambers / Napoleon subplot—which absolutely devastated me (the �Napoleon� episode single-handedly earned the series my respect)—I was still left with questions compelling enough to make me dig up this book.
Most of my questions revolved around Allison, Lia’s mother, and how she came to know about “Them�. I also wondered why I sensed an affection from her toward Emile, Lia’s uncle on her father’s side—an affection that didn’t seem to extend to her husband, Jacob, Emile’s older brother. How did Oskar Totem, the mastermind behind the Limetown project, discover Emile’s gift, and what trials did Emile endure before ending up in Limetown? I found my answers, and I’m perfectly pleased with them; however, I can’t help but feel that the writers of the TV series should have found a way to include them, rather than compel the audience to seek them out in another medium.
Overall, it was a good book—well-written, fast-paced, but ultimately nothing special. It’s very enjoyable for light reading....more
Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει το δεύτερο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνίστρια την οστεοαρχαιολόγο Ρουθ Γκάλογουεϊ, και δεν ξέρω τι λέει αυτό γιαΠριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει το δεύτερο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνίστρια την οστεοαρχαιολόγο Ρουθ Γκάλογουεϊ, και δεν ξέρω τι λέει αυτό για ‘μέν� ή για την συγγραφέα, αλλά μέχρι την μέση περίπου των «Θανάσιμων Περασμάτων» νόμιζα πως επρόκειτο για το ίδιο μυθιστόρημα� Κάτι που μάλλον σημαίνει πως η Elly Griffiths κόβει και ράβει τα βιβλία της βάσει ενός πολύ συγκεκριμένου πατρόν, που αν σου αρέσει, τότε σίγουρα περνάς καλά.
Πάντως, αν και μου άρεσαν το μυστήριο, η εμπλοκή της αρχαιολογίας της Εποχής του Σιδήρου, οι χαρακτήρες και οι σχέσεις μεταξύ τους, βρήκα το τέλος κάπως χλιαρό. Η κλιμάκωση υπήρξε μεν, αλλά ήταν πολύ βιαστική και κάπως μπερδεμένη, και το τέλος της ίδιας της Ρουθ μου φάνηκε διαμετρικά αντίθετο προς τον χαρακτήρα της σ� ολόκληρο το προηγούμενο βιβλίο. Δεν θυμάμαι πού ακριβώς την βρίσκει η επόμενη ιστορία και κατά πόσο θα ένιωθα την προσωπικότητά της συμβατή μ� αυτήν που γνωρίσαμε στα «Θανάσιμα Περάσματα», όμως το άλμα που έγινε στον επίλογο ήταν τεράστιο, και μου φάνηκε πως χάθηκε κάθε σύνδεση με την Ρουθ μέχρι και δυο κεφάλαια πριν το τέλος. Ο επίλογος, εν ολίγοις, αφαίρεσε για ‘μέν� αρκετή από την μαγεία του βιβλίου.
(Υ.Γ. Δεν ξέρω πώς γίνεται η αρχαιολογία στην Αγγλία, αλλά είμαι βέβαιη πως κι εκεί θεωρείται τουλάχιστον παράνομο να κρατάς στο σπίτι σου ανασκαφικά ευρήματα, κι ας τα ανέσκαψες εσύ ο ίδιος)....more
Πάνε μερικές ημέρες που τελείωσα το βιβλίο, κι έχω διαβάσει διάφορα άλλα στο μεσοδιάστημα, οπότε θα μείνω σʼ αυτά που θυμάμαι:
1. Η μετάφραση δεν ήτανΠάνε μερικές ημέρες που τελείωσα το βιβλίο, κι έχω διαβάσει διάφορα άλλα στο μεσοδιάστημα, οπότε θα μείνω σʼ αυτά που θυμάμαι:
1. Η μετάφραση δεν ήταν και τόσο καλή. Διάβασα στα αγγλικά τα δύο προηγούμενα βιβλία της σειράς, και μποώ να πω ότι αυτό το ιδιαίτερο ύφος του Richard Osman μάλλον κρύφτηκε πίσω από το προσωπικό ύφος του μεταφραστή—τ� οποίο δεν ήταν άσχημο από μόνο του, απλώς δεν ήταν αυτό που έκανε ξεχωριστές τις περιπέτειες της λέσχης φόνων της Πέμπτης.
2. Η όλη φάση με το ξέπλυμα χρήματος είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον, τόσο ιεραρχικά (η κεφαλή της επιχείρησης και ο τρόπος που έδρασε) όσο και διαδικαστικά (η ατελείωτη τιράντα της γραφειοκρατίας που στο τέλος κολλάριζε τα χρήματα τόσο αποτελεσματικά, ώστε σχεδόν τα εξαφάνιζε). Άνετα θα διάβαζα κι άλλα σχετικά, και κάτι μου λέει πως θα χαρώ περισσότερη πληροφορία στο επόμενο βιβλίο.
3. Νομίζω πως οι χαρακτήρες μαλάκωσαν σʼ αυτό το βιβλίο, και δεν ξέρω πώς νιώθω γιʼ αυτό. Θα το δικαιολογήσω, όμως, υποθέτοντας ότι η ευθραυστότητα της κατάστασης του Στίβεν και ο Άλαν ίσως δίδαξαν τους πρωταγωνιστές κάτι παραπάνω για την παροδικότητα της ζωής.
4. Δεν ξέρω πώς νιώθω γιʼ αυτό το νέο ζευγάρι. Νομίζω πως δεν μου αρέσει. Αλλά θα δείξει.
5. Είχε ενδιαφέρον που η ανάγνωσή μου συνέπεσε με την κυκλοφορία της νέας σεζόν του Umbrella Academy, με αποτέλεσμα να μπω στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων (lmao).
Πάντως, πώς και πώς περιμένω να πιάσω το επόμενο! ...more
Το βιβλίο το τέλειωσα την ημέρα που το ξεκίνησα γιατί είναι απ� αυτά που δεν σ� αφήνουνε να τ� αφήσεις, αλλά μόλις τώρα κατάφερα να γράψω δυο αράδες (Το βιβλίο το τέλειωσα την ημέρα που το ξεκίνησα γιατί είναι απ� αυτά που δεν σ� αφήνουνε να τ� αφήσεις, αλλά μόλις τώρα κατάφερα να γράψω δυο αράδες (επομένως κάποια πράγματα θα τα έχω μάλλον ξεχάσει):
1. Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη και στους άλλους αναγνώστες, εγώ όμως απλώς δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω. Ήταν η γραφή της Emma Stonex (που την ερωτεύτηκα για την ταυτόχρονα περιγραφικότητα και στιβαρότητά της); Ήταν η ιστορία (που προξενούσε μονίμως την περιέργεια με τις νύξεις στο μυστήριο του παρελθόντος του Άρθουρ και της Έλεν που αιωρείτο σαν σκιά από πάνω τους τόσο στην στεριά όσο και στον φαρόπυργο, ή στα χιλιόμετρα που χώριζαν τους κατά τ� άλλα ευτυχισμένα παντρεμένους Μπιλ και Τζένι, που ξεχώριζαν όσο εξελισσόταν η ιστορία σαν το φως του φάρου της Κόρης εν μέσω καταιγίδας, ή και στις ενοχές του Βίνι που κρέμονταν από πάνω του σαν λεπίδα καρμανιόλας); Ήταν που τα κεφάλαια τέλειωναν σε cliffhangers και δεν γινόταν να μην δω πώς θα συνέχιζε η ιστορία; Πάντως το βιβλίο έφυγε απνευστί σε περίπου δεκαοκτώ ώρες (ουπς�).
2. Η αντιπαράθεση παρόντος-παρελθόντος είναι η αδυναμία μου σε τέτοιου είδους βιβλία, και νομίζω πως ο συγκεκριμένος τρόπος αφήγησης ταίριαζε πολύ στην ιστορία των Φαροφυλάκων.
3. Η υπόνοια ανάμιξης τους μεταφυσικού (επειδή ακόμη κι ο άνθρωπος που δεν πιστεύει σ� αυτό εν τέλει το φοβάται όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν) μου άρεσε, και πιστεύω πως ταίριαξε πολύ όμορφα στο τελευταίο τέταρτο του βιβλίου.
4. Δεν ξέρω γιατί, αλλά βρήκα το τέλος (την λύση του μυστηρίου, στην ουσία) κάπως απογοητευτικό. Δεν ξέρω εάν το βρίσκω ρεαλιστικό ή όχι, και δεν μποώ να πω ακριβώς τι με απογοήτευσε, αλλά νομίζω πως μια ομαδική αυτοκτονία (που θα συνδύαζε όλους αυτούς τους προσωπικούς συμβολισμούς εν είδει μανιφέστου) θα ήταν πολύ εντυπωσιακή.
Νομίζω πως δυστυχώς δεν καταλαβαίνω την ποίηση―ίσω� δεν έχω την ωριμότητα, ή τις γνώσεις, ή την υπομονή;�, ιδίως την ποίηση δίχως μέτρο και ομοιοκαταλΝομίζω πως δυστυχώς δεν καταλαβαίνω την ποίηση―ίσω� δεν έχω την ωριμότητα, ή τις γνώσεις, ή την υπομονή;�, ιδίως την ποίηση δίχως μέτρο και ομοιοκαταληξία―ίσω� είναι απλώς θέμα αισθητικής;�, πάντως ετούτη εδώ η ανθολογία μού φάνηκε ενδιαφέρουσα. Θέλεις επειδή μου την έκαναν δώρο, θέλεις επειδή μου άρεσε που δίπλα στην μετάφραση γινόταν παράθεση των στίχων στην ιθαγενή τους γλώσσα, σε κάθε περίπτωση, αν και δεν συγκινήθηκα ή συναισθάνθηκα την ποιήτρια, εντούτοις ένιωσα μια ζεστασιά κατά την ανάγνωση....more
Such a perfect example of a “popcorn book�: you can’t stop devouring the whole thing, and you don’t realize what trash you’ve been consuming until theSuch a perfect example of a “popcorn book�: you can’t stop devouring the whole thing, and you don’t realize what trash you’ve been consuming until there is nothing left to gobble up anymore. What an interesting piece of trash, nonetheless. I came across this book on a Reddit thread and just had to give it a shot. I’ve been under a lot of pressure lately, so I needed a book that wouldn’t intellectually challenge me (lmao) and remind me of my teenage guilty pleasure instead. Guess I found it.
So: Riannon, the brilliant and gorgeous werewolf wife of Brayden Thorn, the Alpha of the Silver River pack, is reborn at the exact moment in time that determined her horrible fate―seconds after dying a most terrible death by the hand of her rival, Roxanne. Her murderer, a tiny redheaded girl who appears to be Brayden’s true mate, is only just being introduced to their pack as the Alpha’s second woman, since Riannon is only his chosen mate, thus their bond lacks strength when compared to the one he shares with his destined mate, the mate chosen for him by the goddess Selene, Roxanne herself. Shocked and confused by the events of her previous life, Riannon decides to take advantage of the second chance in life that was given to her and works not only to prevent Roxanne from killing her and everyone loyal to her, but to shelter her pack from her rival’s destructive behavior as well. To achieve that, she must win over the Lycan King Gideon Stormhold, ruler of both werewolves and Lycans―a superior werewolf species of incredible strength and abilities�, who also happens to be her own true mate; she cannot yet sense their bond, however, because the wolf inside her is sleeping, trying to recover from the trauma of death and rebirth. As the story unfolds, Ria is struggling to wake her wolf, fight a silent battle against Roxanne, understand what Gideon expects from her (since she is not in a position to realize he is her true mate, yet he knows and wants to claim her), distance herself from her husband and her pack from his rule, and discover who is the traitor among the werewolf forces―united under the Lycan King�, before a war between the shifters (werewolves against werefoxes and werebears) begins. All this while remaining gorgeous, and super stylish, and―did I mention absolutely gorgeous?
Despite the cheesiness of the obsession with Ria’s appearance and the embarrassingly identical sex scenes, I liked the premise of this book. Ria is a very strong character, who uses her position to build a better world for women, fights her own battles, and doesn’t wander around expecting to be saved by her prince Charming. And yet, I can’t really justify Selene’s decision to bring her back to life and give her this second chance. This woman was born with a silver spoon up her ass and whatever she achieved, she managed because of that. To be honest, I feel like Roxanne would be a better candidate to receive such divine help. She wasn’t at all privileged, unlike Ria, yet she was powerful and part of a plan that would improve the lives of werefoxes and werebears in the long run. I understand that Selene didn’t want her special Lycans to go extinct, but since she had the power to bring people back to life, how come she couldn’t simply also bring people back to their senses? Why did she prevent a werewolf genocide just to allow a werefox and werebear genocide instead? That didn’t really make sense to me and made me somewhat dislike the second half of the book. I also feel like all the characters, with the exception of Ria and Gideon, were seriously underdeveloped. They were just caricatures that appeared when convenient to keep Ria and Gideon busy or create the illusion that not everything that happened in this book was about them. Maya, for example, despite being the main character’s best friend, is never even described; and neither is Ash, or even Brayden. Let’s just say that I somewhat disliked that too.
I also have to admit that I wouldn’t have finished the book were it not for Marissa Gilbert, who’s the absolute cliffhanger magician. Her writing wasn’t particularly special (this book felt like a hurried first draft), but the way she ended her chapters never ceased to amaze me, and in the end, she managed to make me obsessed with this book. She definitely knows how to keep her crowd entertained, and I deeply respect that.
Not gonna lie though, despite everything wrong with this book, I actually did enjoy it....more
Μερικές σκέψεις για το «Μικρό Παριζιάνικο Βιβλιοπωλείο» της Nina George.
1. Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο δεν ήταν και τόσο μικρό, αν σκεφτούμε★★★�
Μερικές σκέψεις για το «Μικρό Παριζιάνικο Βιβλιοπωλείο» της Nina George.
1. Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο δεν ήταν και τόσο μικρό, αν σκεφτούμε πως επρόκειτο για κατάστημα στημένο στην κοιλιά ενός φορτηγού ποταμόπλοιου είκοσι πέντε μέτρων μήκους και πέντε μέτρων πλάτους, με τα ράφια να φτάνουν από το πάτωμα ως την οροφή. επτομέειες.
2. Ο κύριος Ζαν Περντί, ο χαρισματικός ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, ετών πενήντα και ορκισμένος στην ασκητική ζωή μετά την εγκατάλειψή του απ� την γυναίκα που αγαπούσε, αφήνει παρορμητικά πίσω του το Παρίσι επάνω στην φορτηγίδα του με σκοπό να περιπλανηθεί στους ποταμούς, τους παραποτάμους και τα υδάτινα κανάλια της νοτίου Γαλλίας προς αναζήτηση της εξιλέωσης για το μεγάλο λάθος του παρελθόντος του. Αναπάντεχοι σύντροφοί του στο ταξίδι είναι ο πολύ νεαρός συγγραφέας Μαξ Ζορντάν, που δυσκολεύεται να διαχειριστεί την εκκωφαντική επιτυχία του, ο Ναπολιτάνος μάγειρας Κούνεο, που στα ρεύματα και τα κανάλια αναζητά την χαμένη του αγάπη, και ο Κάφκα με την Λίντγκρεν, οι δύο γάτες-μασκότ του πλωτού βιβλιοπωλείου. Σταθερό σημείο αναφοράς τόσο στην απτή όσο και στην ψυχοσυναισθηματική περιπέτεια του Περντί είναι η γλυκιά Κατρίν, εξίσου πληγωμένη από την ζωή, στην αγκαλιά της οποίας σκοπεύει να επιστρέψει όταν θα έχει θεραπεύσει πια την ραγισμένη του καρδιά, αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι του αριθμού 27 της οδού Μοντανιάρ.
3. Συνολικά, ήταν ένα πολύ γλυκούλικο βιβλίο. Ο κύριος Περντί και η μάχη του με το πένθος, ο Μαξ και ο φόβος του για την αποτυχία, ο Κούνεο και η απογοήτευση της χαμένης αγάπης αλλά και ο αγώνας της Κατρίν να ξαναβρεί τον εαυτό της, ήταν περιπέτειες που, παρά το πεσιμιστικό τους ξεκίνημα, κατέληξαν εντούτοις όμορφα και αισιόδοξα. Ετούτη την περίοδο της ζωής μου, που προσπαθώ κι εγώ να διαχειριστώ ένας πένθος, μάλλον ακριβώς ένα τέτοιο βιβλίο, αυτό το βιβλίο, χρειαζόμουν.
4. Μπορεί να το χρειαζόμουν, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το βρήκα γλυκανάλατο (αλλά με κάπως ευχάριστο τρόπο· ένιωσα πάρα πολύ μεγάλη συμπάθεια για την συγγραφέα, που θέλησε να πει και να μοιραστεί μια τέτοια ιστορία).
5. Η γραφή γενικώς μου άρεσε, αλλά ορισμένες φορές γινόταν δυσάεστα γλυκανάλατη� Όπως, για παράδειγμα, στο «ταξιδιωτικό ημερολόγιο της Μανόν», όπου διαβάζουμε: «…[η γη κάνει] τις φλαμουριές να ευωδιάζουν σαν γέλια κοριτσιών που περιμένουν τα αγόρια τους κάτω από τα πλατάνια την εποχή του τρύγου. Τα ποτάμια στραφταλίζουν σαν φίνες γαλαζοπράσινες κορδέλες ανάμεσα στα απόκρημνα βράχια, και στον Νότο λάμπει μια θάλασσα με τόσο βαθύ μπλε χρώμα, όσο το μπλε που αφήνουν οι μαύρες ελιές στο δέρμα των ζευγαριών που κάνουν έρωτα κάτω από τα δέντρα». I mean� sure. Αλλά μια κοπέλα δεκαοκτώ ετών που πνίγεται στο δάκρυ και την μύξα επειδή φεύγει για πρώτη φορά μακριά από τον τόπο της, δεν νομίζω πως θα έγραφε κάτι τόσο άκαμπτα επιτηδευμένο και τόσο υποκριτικά «λυρικό». (Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό, αλλά νευριάζω με κάτι τέτοια).
6. Εν ολίγοις, πάντως, χαριτωμένο και αισιόδοξο βιβλίο....more
Συνοπτικά: τούτο εδώ είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Ο ορισμός, κατά την γνώμη μου, του αμερικανικού νουάρ, με τον δημοσιογράφο, κτυπημένο από την ζωή, ποΣυνοπτικά: τούτο εδώ είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Ο ορισμός, κατά την γνώμη μου, του αμερικανικού νουάρ, με τον δημοσιογράφο, κτυπημένο από την ζωή, που παλεύει να ξεδιαλύνει το μυστήριο κόντρα στον χρόνο και στον ανταγωνιστή, που βρίσκεται μονίμως στο κατόπι του επιδιώκοντας για άλλους λόγους την λύση του αινίγματος, με τις απανωτές εξελίξεις και τις μελετημένες ανατροπές, την γρήγορη αλλά ωραία και δυναμική, ανεπιτήδευτη γραφή, τους γκρίζους χαρακτήρες και τα απαραίτητα πιστολίδια του.
επτομεέστεα (επειδή αντιλήφθηκα πως η Κόκκινη Αλεπού δεν είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό, παρότι θα το δικαιούταν): ο Ρόμπερτ Θορν, σαραντάρης δημοσιογράφος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της σοβιετικής Ρωσίας, στοιχειωμένος ακόμη από την προ εικοσιπενταετίας αυτοκτονία του πατέρα του, αποφασίζει να βοηθήσει την Μέι Μπράιτμαν, με την οποία ήταν κάποτε αρραβωνιασμένος, στην άτυπη έρευνα για την εύρεση του δικού της πατέρα, που έχει εξαφανιστεί. Η Μέι είναι πεπεισμένη πως η εξαφάνιση του Χάρι Μπράιτμαν συνδέεται με την υιοθεσία της, παρόλο που η ανάληψη της κηδεμονίας της εκ μέρους του συνέβη βάσει όλων των νόμιμων διαδικασιών. Ο Ρόμπερτ, έτσι, ξεκινάει να σκαλίζει την επαγγελματική και προσωπική ζωή του Χάρι Μπράιτμαν, εμπόρου γουναρικών με πολύ επικερδείς εξαγωγές στην Σοβιετική Ένωση, επιχειρώντας να ανακαλύψει ποια είναι στην πραγματικότητα η Μέι, ποιοι είναι οι βιολογικοί της γονείς και ποια η πραγματική καταγωγή της, αλλά και πώς οι ρίζες της θα μπορούσαν να συνδέονται με την εξαφάνιση του θετού της πατέρα. Σύντομα ανακαλύπτει πως η ιστορία της είναι καλά συγκεκαλυμμένη από απάτες και ψέματα που τον οδηγούν από την Ουάσινγκτον στο Τορόντο, από το Χάλιφαξ στο Ντιτρόιτ, από το Παρίσι στο Λένινγκραντ κι από το Ποβονέτς στην Πενσυλβάνια, στο μέρος που αυτοκτόνησε ο πατέρας του, κατατρεγμένο από τον Αλεξάντερ Σουμπότιν, πρώην πράκτορα της στρατιωτικής αντικατασκοπίας της ΕΣΣΔ, που είναι αποφασισμένος να φτάσει πρώτος στα μυστικά του Χάρι Μπράιτμαν και να τα εξαφανίσει.
Τόσο η γραφή (στιβαρή, συνοχική και δυναμική), όσο η αφήγηση (σε πρώτο πρόσωπο, αρκετά ενδοσκοπική και σε βάθος πολύ, πολύ συναισθηματική) και η πλοκή (με τις αλλεπάλληλες εξελίξεις, τις καλά ζυγιασμένες ανατροπές και τον γήινο ρεαλισμό αμφότερων, που με εξέπληξε πολύ ευχάριστα), σε κρατάνε με ευκολία από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Η οδύσσεια του Ρόμπερτ Θορν δεν χάνει το ενδιαφέρον της, δεν κάνει κοιλιά, κι ούτε υπερβάλλει ενοχλητικά (ίσως επειδή διαδραματίζεται στην Αμερική του 1980, που μού είναι εν γένει terra incognita). Ο ίδιος ο Ρόμπερτ, από την άλλη, μου ήταν εξαιρετικά συμπαθής. Συναισθάνθηκα την θλίψη του για τον πατέρα του, την αίσθηση της ανεπάρκειας που του άφησε η αυτοκτονία του (εκείνος, το παιδί του, δεν ήταν αρκετός για να τον αποτρέψει, να του δώσει κάτι για να θέλει να συνεχίσει να ζει), τον τρόμο του για όλα όσα του συνέβαιναν όσο προσπαθούσε να ανακαλύψει την αλήθεια για τον Χάρι Μπράιτμαν και την υιοθεσία της Μέι, και την εντελώς αυθόρμητη λύπη και την απέχθεια και την ενοχή που ένιωθε όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τον θάνατο. Η ψυχογράφησή του ήταν, νομίζω, το ατού του βιβλίου, και πραγματικά με εντυπωσίασε.
Νομίζω, πάντως, πως ό,τι κι αν γράψω για την Κόκκινη Αλεπού δεν θα μπορέσω να τονίσω πόσο καλό βιβλίο είναι και πόσο πολύ μου άρεσε. Εξαιρετικός ο Anthony Hyde....more
Μερικές σκόρπιες σκέψεις για την «Εξαφάνιση στον ποταμό Ράσμερ» της Josephine Tey:
1. Μου άρεσε η ιστορία, μικρή, λιτή και γεροδεμένη, της εξαφάνισης τΜερικές σκόρπιες σκέψεις για την «Εξαφάνιση στον ποταμό Ράσμερ» της Josephine Tey:
1. Μου άρεσε η ιστορία, μικρή, λιτή και γεροδεμένη, της εξαφάνισης του νεαρού Αμερικανού φωτογράφου με την ιδιαίτερη ομορφιά από την γραφική έπαυλη της εγγλέζικης επαρχίας. Μου άρεσαν οι χαρακτήρες, ο Γουόλτερ Γουίτμορ με την Λιζ του και τις πολύ Αγγλίδες θείες του, ο επιθεωρητής Άλαν Γκραντ και η αιθέρια Μάρτα, ο μυστηριώδης Λέσλι Σιρλ και ο συμπαθέστατος αστυνομικός ερευνητής Γουίλιαμς.
2. Τι ευχάριστο, ανάλαφρο μυστήριο! Από την στιγμή που το ξεκινάς, δυσκολεύεσαι να το αφήσεις από τα χέρια σου. Γρήγορη γραφή, επαρχιώτικη ατμόσφαιρα (μικρό χωριό με λίγους κατοίκους χωρίς άλλοθι και αρκετούς που θα μπορούσαν να έχουν το κίνητο και την ευκαιία), πολύ ενδιαφέρουσα αντιμετώπιση των χαρακτήρων και μια ασυνήθιστη, για τα δεδομένα της εποχής που γράφτηκε, ανατροπή στο τέλος.
3. Με χάλασε λίγο το σύνηθες πατρόν της εποχής, όπου ο ντετέκτιβ έχει αυτά τα «lightbulb monents» που δεν τα μοιράζεται, έστω επιδερμικά, ούτε με τους συναδέλφους του ούτε με τους αναγνώστες. Αντιπαθητικό κλισέ, με δυσαρέστησε αρκετά, αν και ίσως δεν θα έπρεπε, γνωρίζοντας τις μόδες των '50s, δηλαδή.
4. Αν και δεν ήτανε τίποτε ιδιαίτερο, με διασκέδασε πολύ αυτό το βιβλίο. Εξαιρετικό για ένα πολύ ενδιαφέρον ελαφρύ ανάγνωσμα!...more
Τρία περίπου χρόνια μετά την κυκλοφορία των Δεσμωτών της Στάχτης ο Βαγγέλης Τσατσαλής εμφανίζεται ξανά, παρουσιάζοντας, αυτή την φορά, κάτι εντελ★★★★½
Τρία περίπου χρόνια μετά την κυκλοφορία των Δεσμωτών της Στάχτης ο Βαγγέλης Τσατσαλής εμφανίζεται ξανά, παρουσιάζοντας, αυτή την φορά, κάτι εντελώς διαφορετικό. Το «Μανιφέστο μιας θεάς», ένα μυθιστόρημα-υβρίδιο στα είδη της δυστοπίας και της επιστημονικής φαντασίας, προτείνει ένα (μακρινό;) μέλλον όπου τα ενδογαλαξιακά ταξίδια είναι γεγονός, η υφήλιος διοικείται από μία πανεθνική κυβέρνηση, το περιβάλλον έχει καταστραφεί και η τεχνολογία έχει εξελιχθεί εις βάρος του πλανήτη, αλλά και δυνητικά εις βάρος των ανθρώπων που πρόκειται σύντομα να μετατραπούν σε «ανθρωποπρογράμματα».
Τα έξι διηγήματα που συναποτελούν το «Μανιφέστο μιας θεάς», αν και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, μοιράζονται την ίδια ραχοκοκαλιά: την Παγκόσμια Μεταφόρτωση, ένα πρόγραμμα που δρομολογήθηκε από την Παγκόσμια Κυβέρνηση ως απάντηση στην επικείμενη και πλέον αναπόφευκτη καταστροφή του πλανήτη, που σκοπός του είναι να διαχωρίσει την αθάνατη ανθρώπινη συνείδηση από το φθαρτό κορμί και να την αποθηκεύσει στον εγκέφαλο της Πανδώρας, μιας τεχνολογικά υπέρ-προηγμένης μηχανής, στης οποίας την μνήμη, το παγκόσμιο διαδίκτυο, οι μεταφορτωμένες συνειδήσεις θα υπάρχουν για πάντα. Με πάγιο ετούτο το υπόβαθρο, λοιπόν, ο άντρας από το «Δάσος από τσιμέντο και γυαλί», μάλλον ο μοναδικός άνθρωπος στην Μεγαλούπολη, τρομαγμένος, εξαθλιωμένος και μισοτρελαμένος από την έλλειψη τροφής και την μοναξιά του, θυμάται την μητέρα του και τον κοινό τους αγώνα για επιβίωση πριν αλλά και κατά την περίοδο της υλοποίησης της Παγκόσμιας Μεταφόρτωσης. Στο «Ηλεκτρικό Κορίτσι», όπου ένα θηλυκό ανθρωποειδές συντροφεύει έναν ηλικιωμένο αγρότη που το αντιμετωπίζει ως παιδί του, μια μηχανική γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με το καθεστώς της Παγκόσμιας Μεταφόρτωσης και τις συνέπειές του τόσο για την ίδια, όσο και για τον άνθρωπο. Στο τρίτο διήγημα, με τον τίτλο «Εκείνος που ψάχνει τον τάφο δεν κοιτάει ποτέ στον ουρανό», ένας άντρας προσπαθεί να προλάβει πρώτα την κρυογονική κατάψυξη του σώματος της μητέρας του κι έπειτα την Παγκόσμια Μεταφόρτωση, με την ζωή της ετοιμοθάνατης γυναίκας να κρέμεται από μια κλωστή. Στο τέταρτο διήγημα, «Το κάπνισμα σκοτώνει», ένας ιδιωτικός ερευνητής έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με το ηλεκτρονικό του τσιγάρο σχετικά με την συνείδηση, την φύση της κατόπιν της ψηφιοποίησης και την διαφορά της―� όχι� από την τεχνητή νοημοσύνη μετά την ολοκλήρωση της μεταφόρτωσης. Στην «Πανδώρα», την τελευταία ιστορία, που διαδραματίζεται περίπου τρεις εβδομάδες μετά την Παγκόσμια Μεταφόρτωση, μια γυναίκα που εργαζόταν για την κυβέρνηση, από την αρχή πολέμιος της ψηφιοποίησης της συνείδησης, επιχειρεί να προκαλέσει την κατάρρευση του νέου καθεστώτος ερχόμενη αντιμέτωπη με την ίδια την θεά, την Πανδώρα. Στις «Αναμνήσεις εντολών», τέλος, εν είδει επιλόγου, ο εσωτερικός μονόλογος του εγκεφάλου που φιλοξενεί την πλέον ψηφιοποιημένη ανθρώπινη συνείδηση διαπραγματεύεται, ενδεχομένως, το αμετάκλητο της Παγκόσμιας Μεταφόρτωσης.
Πέρα από την ιδέα της ψηφιοποιημένης ανθρωπότητας, που την βρήκα ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ ανατριχιαστική, η εκτέλεσή της εκ μέρους του Βαγγέλη μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Είδα με πολλή χαρά (και πολύ θαυμασμό!) την εξέλιξη στην γραφή του και στην δόμηση της σκέψης του, καλοδέχτηκα τους διαλόγους, που μου είχαν λείψει όσο διάβαζα τους Δεσμώτες της Στάχτης και που μ� ενθουσίασαν με τις απρόσμενες τροπές που έπαιρναν και τα σημεία στα οποία κατέληγαν, και παρατήρησα την ιδιαίτερη, αιτιολογημένη διαφορετικότητα με την οποία τόσο οι υπέρμαχοι όσο και οι πολέμιοι της Παγκόσμιας Μεταφόρτωσης εξέλαβαν και αντιμετώπισαν το γεγονός. Μου έκανε εντύπωση, ακόμη, η επίμονη παρουσία του θέματος της σχέσης του παιδιού με τους γονείς, πάντα σε ζεύγη αντίθετων φύλων (η απουσία της μητέρας στην πρώτη ιστορία, η κάπως δεσποτική μορφή του πατέρα στην δεύτερη και η φθορά της μητέρας στην τρίτη), που ενέπνεε κυρίως μελαγχολία ή θλίψη (μονάχα αρνητικά συναισθήματα, δηλαδή―συγγνώμ�, Βαγγέλη, αλλά ο Φρόιντ θα είχε να πει κάτι ενδιαφέρον γι� αυτό), μια συνθήκη τόσο έντονη που γενικώς χρωμάτισε για ‘μέν� όλο το βιβλίο.
Εάν κάτι μου έλειψε, θα ήτανε μάλλον μια πιο διερευνητική ματιά σε θέματα της δημιουργίας της Πανδώρας, της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης στο έργο της Παγκόσμιας Μεταφόρτωσης, στο πώς η επιστημονική επιτροπή συμφώνησε το πρόγραμμα να προχωρήσει και μάλιστα να υποστεί η ίδια μεταφόρτωση ((view spoiler)[εφόσον μαθαίνουμε αργότερα πως βάσει των δοκιμών που είχαν διενεργηθεί πριν από την έγκριση του προγράμματος, κατέστη σαφές που η ανθρώπινη συνείδηση μετά την μεταφόρτωση κατέληγε να μοιάζει πολύ με την τεχνητή νοημοσύνη (hide spoiler)]), αλλά και στο γιατί δεν δόθηκε στους πολίτες η δυνατότητα της επιλογής μεταξύ της ψηφιοποιημένης συνείδησης και της συνέχισης της καθαρά φυσικής, βιολογικής ύπαρξης. Μου φαίνεται, όμως, ότι ανεξαρτήτως των ερωτημάτων μου, μου αρέσει αυτή η ασάφεια.
Εν ολίγοις: Βαγγέλη, σε παρακολουθώ και αναμένω πώς και πώς το επόμενο έργο!...more
Μερικές σκόρπιες σκέψεις για το «The Man who died Twice» του Richard Osman:
1. Η γραφή και η αφήγηση του Richard Osman μου αρέσουν τόσο μα τόσο πολύ! ΘΜερικές σκόρπιες σκέψεις για το «The Man who died Twice» του Richard Osman:
1. Η γραφή και η αφήγηση του Richard Osman μου αρέσουν τόσο μα τόσο πολύ! Θες λόγω του βρετανικού χιούμορ (αγαπώ), θες λόγω της (πολύ επιτυχημένης) διαφορετικότητας στον τρόπο έκφρασης των χαρακτήρων, θες λόγω της ανεπιτήδευτης ροής της ιστορίας; Δεν μποώ να ορίσω το γιατί, μποώ όμως να πω πως η εν λόγω πένα μιλάει πολύ στην ✨αισθητική✨ μου.
2. Δεν μποώ με την Τζόις! Έχω φυλάξει τόσα πολλά σημεία όπου τα σχόλιά της ή η συμπεριφορά της είναι απλώς ανεκτίμητα (προωθεί φυλλάδια που διαφημίζουν υπηρεσίες μεταμόσχευσης μαλλιών σε άντρες με τους οποίους δεν έχει οικειότητα αλλά πιστεύει πως το χρειάζονται επειδή έχουν αραίωση, Joyce, you legend), που το αντίτυπό μου είναι πλέον γεμάτο σελιδοδείκτες. Petition for Joyce to adopt me as her grandchild, please.
3. Η σχέση της Ελίζαμπεθ και του Στίβεν δεν θα σταματήσει ποτέ να με συγκινεί. Και είμαι τόσο χαρούμενη για τον Κρις και την Πατρίς!
4. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο εστίασε περισσότερο στις κυρίες της Λέσχης των Φόνων της Πέμπτης. Ο Ρον και ο Ιμπραήμ μού έλειψαν λιγάκι, όμως οφείλω να παραδεχτώ πως δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ισορροπημένη η ανάμιξή τους στην ενεργό δράση.
5. Βρήκα τομεά ενδιαφέρουσα την Κόνι Τζόνσον, και, όπως την Πόπι, την συμπάθησα πάρα πολύ.
6. Θα ήθελα να ξέρω πώς η Τζόις κατάφερε στο τέλος να βγάλει τον Ιμπραήμ από το σπίτι. Όπως και θα ‘θελ� να ξέρω ότι ο Άλαν θα μείνει μαζί της στα σίγουρα. Φαντάζομαι ότι θα μάθουμε στο επόμενο βιβλίο;
Εν ολίγοις, ο Richard Osman νομίζω πως είναι ο κορυφαίος comfort writer για εμένα πια �. ...more
Ένα πράγμα θα πω: για να αγοράσω τα «Ξεχασμένα Κορίτσια», όσο διένυα μάλιστα μια πολύ ζόρικη περίοδο, ξόδεψα το τελευταίο τάλιρο του μισθού του ΑπριλίΈνα πράγμα θα πω: για να αγοράσω τα «Ξεχασμένα Κορίτσια», όσο διένυα μάλιστα μια πολύ ζόρικη περίοδο, ξόδεψα το τελευταίο τάλιρο του μισθού του Απριλίου (που θα με έβγαζε, υποτίθεται, για τρεις-τέσσερις μέρες), και δεν το μετάνιωσα.
Η Sara Blaedel με την Λουίσε, τον Άικ και τα ξεχασμένα κορίτσια τους με συνεπήραν, με προβλημάτισαν και με συγκίνησαν σχετικά με θέματα που δεν με είχαν απασχολήσει πρωτύτερα (ο ιδρυματισμός, η φροντίδα ατόμων με ειδικές ανάγκες και οι προκλήσεις με τις οποίες συνεπάγεται, η εθελοτυφλία μπροστά στην ηθική διαφθορά ως ασπίδα μεταξύ του βουβού αυτουργού και των ενοχών του), και μάλιστα με τον πιο αυθόρμητο, ανθρώπινο τρόπο. Οι βιασμοί, οι απαγωγές και οι δολοφονίες γυναικών με φόντο την δανέζικη επαρχία, την εγκληματική της επιχειρηματικότητα και την παραπλανητική ηρεμία της εγγύτητας με την φύση, διαμορφώνουν μια στενάχωρη ιστορία που ένιωσα να με αγγίζει περισσότερο από την πλειοψηφία αντίστοιχων του είδους.
Η πένα της Sara Blaedel, εν ολίγοις, έχει κάτι που με έπεισε να ξεκινήσω να την αναζητώ ενεργά, και αυτό σκοπεύω να κάνω....more
Μερικές σκόρπιες σκέψεις για το Στρίψιμο της Βίδας του Henry James (με σπόιλερ):
1. Αποφάσισα να διαβάσω το βιβλίο στα αγγλικά, και, λόγω της γλώσσας, Μερικές σκόρπιες σκέψεις για το Στρίψιμο της Βίδας του Henry James (με σπόιλερ):
1. Αποφάσισα να διαβάσω το βιβλίο στα αγγλικά, και, λόγω της γλώσσας, που ήταν πολύ πλούσια, πολύ επιτηδευμένη και αρκετά λυρική κατά τόπους, δυσκολεύτηκα λίγο. Τι όμορφη γλώσσα που ήτανε όμως! Αν και ορισμένες προτάσεις χρειάστηκε να τις διαβάσω δυο και τρεις φορές για να τις καταλάβω, η ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας, της ευθραυστότητας και του αποκρυφισμού δεν πιστεύω πως θα έδενε τόσο όμορφα αν η γραφή δεν ήτανε τέτοια. Οι διάλογοι, δε, κάπως αμφίσημοι ή και δυσερμήνευτοι, πολλές φορές, εξαιτίας ακριβώς της ιδιαίτερης αυτής εκφραστικής επιλογής, δεν θα μπορούσαν να διαπλάθουν καλύτερα την δυσάεστα ονειρική αίσθηση που συνόδευε την αφήγηση.
2. Δεν είμαι ακόμη βέβαιη εάν η νεαρή γκουβερνάντα ήρθε πράγματι αντιμέτωπη με φαντάσματα, ή αν η εμφάνιση του κυρίου Κουίντ και της δεσποινίδος Τζέσελ ήταν απλώς απότοκο κάποιας ψυχιατρικής πάθησης. Αναρωτιέμαι, από την μια, πώς είναι δυνατό να περιέγραψε δυο ανθρώπους που δεν είχε ξαναδεί με τέτοια ακρίβεια ώστε η κυρία Γκρόουζ να τους αναγνωρίσει, κι από την άλλη τι λόγος θα μπορούσε να υπάρχει ώστε τα φαντάσματα να καθιστούν ορατούς τους εαυτούς τους μονάχα στα μάτια της γκουβερνάντας. Μήπως η κυρία Γκρόουζ, που ποτέ της δεν είδε τα φαντάσματα, συμφωνούσε με την γκουβερνάντα επειδή την φοβόταν, ή κι επειδή είχε τις δικές της (ως τότε αβάσιμες) μεταφυσικές ανησυχίες; Μήπως άδραξε τόσο γρήγορα την ευκαιία να φυγαδεύσει την μικρή Φλώρα για να την προστατεύσει από την παράνοια της γκουβερνάντας; Και η ίδια η γκουβερνάντα, από την άλλη, πώς βεβαιώθηκε ότι ο κύριος Κουίντ και η δεσποινίδα Τζέσελ ήθελαν να διαστρέψουν τα παιδιά, από την στιγμή που ποτέ τους δεν επικοινώνησαν μαζί της με οποιονδήποτε τρόπο; Δεν έχω αποφασίσει, εν ολίγοις, ποιο από τα δυο ενδεχόμενα προτιμώ να πιστέψω.
3. Παρατήρησα πως το ζήτημα της αντικατάστασης απασχολούσε αρκετά την γκουβερνάντα, κι αποτέλεσε θέμα που επέστρεφε καθ� όλη την διάρκεια της ιστορίας. Η νεαρή γκουβερνάντα φάνηκε από την αρχή πως επιθυμούσε ν� αντικαταστήσει την δεσποινίδα Τζέσελ στην καρδιά των μαθητών της, και μάλιστα την τελευταία της Κυριακή στην έπαυλη, όταν αποφάσισε να φύγει κι επέστρεψε στην αίθουσα διδασκαλίας για να μαζέψει τα πράγματά της, η σκέψη της μόλις είδε το φάντασμα της προκατόχου της να κάθεται στο γραφείο της ήταν πως ίσως να μην είχε το δικαίωμα να κάθεται στην έδρα της.
«Dark as midnight in her black dress, her haggard beauty and her unutterable woe, she had looked at me long enough to appear to say that her right to sit at my table was as good as mine to sit at hers. While these instants lasted, indeed, I had the extraordinary chill of feeling that it was I who was the intruder».
Ήταν τέτοια η ανάγκη της, φαίνεται, να αντικαταστήσει τον κύριο Κουίντ και την δεσποινίδα Τζέσελ στις καρδιές των παιδιών, ώστε πίστεψε πως θα μπορούσε να τα προστατεύσει από το απόκοσμο στοιχείο δηλώνοντας πως πλέον ανήκουν σ� εκείνη.
«What does he matter now, my own�I have you, but he has lost you for ever!»
Κάτι που βρήκα εντυπωσιακό, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως ο Μάιλς και η Φλώρα, όπως δήλωσαν νωρίτερα μόνοι τους, την αντιμετώπιζαν απλώς ως μέλος του προσωπικού που είχε αναλάβει την φροντίδα τους.
4. Αφέθηκα με την εντύπωση πως σε ολόκληρη την ιστορία υπέβοσκε μια παιδεραστική νότα. Από την μια εξαιτίας της σχεδόν θρησκευτικής λατρείας της γκουβερνάντας για τα παιδιά, κι από την άλλη λόγω της δικής τους συμπεριφοράς απέναντί της. Ιδίως του μικρού Μάιλς, που ορισμένες φορές φερόταν σαν να προσπαθούσε να την αποπλανήσει. Μου φάνηκε πως ο Μάιλς όταν της μιλούσε ηχούσε σαν ενήλικος, κυρίως εκείνα τα δύο βράδια που ο ίδιος και η γκουβερνάντα βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιό του, αλλά και κατά την τελευταία τους συζήτηση. Το βρήκα κι αυτό πολύ ενδιαφέρον, αν και λίγο ανατριχιαστικό, ιδίως στην σκέψη πως το παιδί ήτανε μόλις δέκα ετών, και παρόλα αυτά αυτομάτως σχημάτιζα την εικόνα του στο μυαλό μου ως τουλάχιστον έξι με οκτώ χρόνια μεγαλύτερου απ� ό,τι η ηλικία του όταν μιλούσε με την γκουβερνάντα.
5. Σε αντίθεση με τους περισσότερους αναγνώστες, το βιβλίο κατάφερε να με τρομάξει αρκετά (γοτθική γυναικεία μορφή ντυμένη στα μαύρα, που παρακολουθεί από απόσταση ενώ είναι χρόνια νεκρή; Για ‘μέν� βέβαιη συνταγή για καρδιακή προσβολή�).
Λόγω όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων του, γενικώς μου άρεσε πολύ!...more
Νομίζω πως περίμενα η Φομόλη να είναι ο ορισμός της «ανδρικής» αστυνομικής λογοτεχνίας (σαν τον Τζον Κόνολι ένα πράγμα, που δεν τον μποώ, αλλά δεν ξΝομίζω πως περίμενα η Φομόλη να είναι ο ορισμός της «ανδρικής» αστυνομικής λογοτεχνίας (σαν τον Τζον Κόνολι ένα πράγμα, που δεν τον μποώ, αλλά δεν ξέρω πώς μου δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση· θες το εξώφυλλο, θες ο τίτλος, θες το οπισθόφυλλο, που εν τέλει δεν είχε και πολλή σχέση με την ιστορία;), εν τέλει όμως έκανα μεγάλο λάθος, και κατέληξα τόσο απορροφημένη από την έρευνα και τα δράματα του Έτλεντουρ, ώστε ξετίναξα το βιβλίο μέσα σε λίγες ώρες. Η ιστορία ήταν πολύ εύκολο να την παρακολουθήσεις, οι όποιες ανατροπές είχαν πολύ ενδιαφέρον, όπως και οι πληροφορίες σχετικά με την εξέταση και την συλλογή οργάνων στην Ισλανδία (αναρωτιέμαι τι αντίστοιχο σύστημα ισχύει στην Ελλάδα και κατά πόσο έχουμε κι εμείς «πόλεις της φορμόλης», αν λάβουμε υπόψιν μας πως στα αμφιθέατρα πολλών μαιευτηρίων της χώρας εκτίθενται τουλάχιστον τερατογενέσεις, δηλαδή). Οι συνδέσεις και οι συνειρμοί του συγγραφέα μού έκαναν μεγάλη αίσθηση, όπως και το γεγονός ότι συμπάθησα πολύ τους πρωταγωνιστές (κάτι που δεν μου συμβαίνει και πολύ συχνά).
Σκοπεύω να τα πω ξανά πολύ σύντομα με τον Έτλεντουρ, τον Σίγουρδουρ Όλι, την Έλινμποργκ και την Εύα Λιντ, εν ολίγοις....more
Επειδή πριν από έναν περίπου χρόνο διάβασα το «Stella Maris», το έτερον ήμισυ του «Επιβάτη», το ήξερα πως κι ετούτο εδώ θα ήταν ένα παράξενο βιβλίο. ΕΕπειδή πριν από έναν περίπου χρόνο διάβασα το «Stella Maris», το έτερον ήμισυ του «Επιβάτη», το ήξερα πως κι ετούτο εδώ θα ήταν ένα παράξενο βιβλίο. Εδώ ο Μπόμπι Γουέστερν, που πλέον δουλεύει ως δύτης διάσωσης, δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα του «Stella Maris» προσπαθεί να διαχειριστεί τον θάνατο της αδερφής του, με την οποία είναι ακόμη βαθιά ερωτευμένος, και τις «κληρονομικές ενοχές» που αισθάνεται εξαιτίας του πατέρα του, ο οποίος συμμετείχε στην επιστημονική επιτροπή του Ρ. Όπενχαϊμερ για την δοκιμή και την έγκριση της ατομικής βόμβας. Μετά από μια αποστολή διάσωσης έξω από την Νέα Ορλεάνη, κατά την οποία εντοπίστηκε ένα βυθισμένο αεροσκάφος με όλους τους επιβάτες στις θέσεις τους πλην ενός, που δεν βρέθηκε ποτέ, και χωρίς το μαύρο κουτί του, η ζωή του Μπόμπι, ήδη ασταθής και αντισυμβατική, τώρα εκτροχιάζεται. Χωρίς χρήματα και χωρίς διαβατήριο, χωρίς να ξέρει γιατί είναι κυνηγημένος αλλά γνωρίζοντας πως γι� αυτό ευθύνεται ο απών επιβάτης, ο Μπόμπι αυτοεξορίζεται, με ομοσπονδιακούς πράκτορες στο κατόπι του, στις πιο απόμερες περιοχές των ΗΠΑ και αργότερα της Ευρώπης, προσπαθώντας να πνίξει την θλίψη του για τον θάνατο της αδερφής του σε έναν μάλλον απαθή αγώνα για επιβίωση.
Για άλλη μια φορά, η γλώσσα και ο τρόπος γραφής του Κόρμακ Μακάρθι ήτανε σκέτα αριστουργήματα. Ο τρόπος με τον οποίο η επιστήμη, η φιλοσοφία, η ιστορία, η απώλεια και η προσωπικότητα εμπλέκονται τόσο στην πλοκή όσο και στην αφήγηση κάνει το βιβλίο πολύ ιδιαίτερο, πολύ ευαίσθητο, πολύ μελαγχολικό και πολύ ενδοσκοπικό, μ� έναν τρόπο που όλο αυτό δεν το καταλαβαίνεις μέχρι που τελειώνεις την ανάγνωση. Κατέληξα να νοιάζομαι πολύ για τον Μπόμπι και να τον καταλαβαίνω, να παρακολουθώ τον τρόπο σκέψης του, να τον προβλέπω και να συμφωνώ μαζί του. Ο βαθμός στον οποίο ταυτίστηκα μαζί του, συν όλοις τοις άλλοις, με κάνει απλώς να σέβομαι απέραντα τον συγγραφέα.
«…Σο� μίλησε ποτέ για τους μικρούς φίλους που την επισκέπτονταν; Βέβαια. Τη ρώτησα πώς γινόταν να πιστεύει σ� αυτούς αλλά να μην πιστεύει στο Χριστό. Και τι σου είπε; Μου είπε ότι το Χριστό δεν τον είχε δει ποτέ. Εσύ όμως τον έχεις δει. Αν θυμάμαι καλά. Ναι. Πώς ήταν; Δεν ήταν κάπως. Πώς να είναι, δηλαδή; Δεν έμοιαζε με κανέναν. Τότε πού ξέρεις ότι ήταν ο Χριστός; Πλάκα μου κάνεις; Νομίζεις ότι είναι ποτέ δυνατόν να δεις το Χριστό και να μην ξέρεις ποιος διάολο είναι;»...more